Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Αρβανίτης με τον Miguel Urban Crespo, ευρωβουλευτή των Podemos, στις 19 Οκτωβρίου, επισκέφτηκαν τη Μόρια ως επίσημη αντιπροσωπεία της GUE/NGL και της επιτροπής LIBE.

Η κατάσταση στον καταυλισμό, που μέχρι πρόσφατα ζούσαν περίπου 5.000 άνθρωποι, έχει χειροτερέψει πολύ. Σήμερα στη Μόρια στοιβάζονται 14.000 ψυχές όταν η χωριτηκότητα του camp ειναι για μόλις 3.000 άτομα. Πρόκειται για αριθμό-ρεκόρ που έχει φέρει το υποστελεχωμένο προσωπικό του camp σε απελπισία. Οι εργαζόμενοι ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια για την αποσυμπίεση της κατάστασης, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες είναι ανυπόφορες. Επτά χιλιάδες άνθρωποι ζουν σε σκηνές εκτός camp, διότι οι θέσεις φιλοξενίας είναι πλήρεις. Εντός του camp βρίσκονται καταγεγραμμένα και 1060 ασυνόδευτα ανήλικα, ενώ οι προβλεπόμενες θέσεις φιλοξενίας ασυνόδευτων είναι περί τις 1100, σε όλη την Ελλάδα. Το 42% των προσφύγων είναι παιδιά 7-12 ετών. 

Οι ροές έχουν αυξηθεί δραματικά τους τελευταίους τρεις μήνες και σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές πολιτικές και την κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, που ανέτρεψε όλες τις διαδικασίες και αποσυντόνισε τις προσφυγικές δομές, η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται πλέον ως εγκληματίες και η κατάργηση του ΑΜΚΑ -ακόμη και για τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα- προκαλεί πληθώρα προβλημάτων, ενώ το νέο μεταναστευτικό νομοσχέδιο δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα σε θέλοντας να κάνουν το «βίο αβίωτο» στους πρόσφυγες.

Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό στην κόλαση της Μόριας. Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις αλλά χίλιες λέξεις δε φτάνουν για να περιγράψουν τον εφιάλτη του καταυλισμού. Ούτε χίλιες εικόνες…

Ακολουθεί το κείμενο – μαρτυρία του Κώστα Αρβανίτη:

«Το να μιλάμε για το “κολαστήριο” της Μόριας, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι πλέον «τετριμμένο», πως πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό κλισέ. Έτσι νόμιζα κι εγώ, που πάντοτε υποστήριζα ότι τα κλισέ αδικούν την πραγματικότητα, πόσο μάλλον τον ανθρώπινο πόνο. Αν λέγαμε την Μόρια των 5.000, με καθημερινές μετεγκαταστάσεις, κολαστήριο, τι θα τολμήσουμε να ψελλίσουμε μπροστά στους 14.000 ικέτες που ντροπιάζουν την αντιανθρωπιστική Ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική; Πώς θα κοιτάξουμε αυτά τα παιδιά στα μάτια;

Ήδη από την είσοδο του ΚΥΤ, όσοι είχαν το είχαν επισκεφθεί στο παρελθόν αντιλήφθηκαν τις διαφορές. Αναρίθμητες ψυχές είναι στοιβαγμένες στη Μόρια, όπως ποτέ στο παρελθόν. Καθοδόν προς τα γραφεία της διοίκησης, επικρατεί χάος και φασαρία. Οι άνθρωποι είναι ανήσυχοι.

Στα γραφεία, η διοίκηση ενημερώνει την αποστολή μας για την κατάσταση που επικρατεί. Μαθαίνουμε ότι την Παρασκευή υπήρχαν στον χώρο 1.100 ασυνόδευτα παιδιά, ανάμεσα σε 14.001 πρόσφυγες και μετανάστες. Το τελευταίο τρίμηνο, μας λένε, δεν έχουν γίνει μετεγκαταστάσεις προσφύγων στην ενδοχώρα, από τη Μόρια.

Στους χώρους του ΚΥΤ, οι πρόσφυγες λειτουργούν μια υποτυπώδη λαϊκή αγορά. 

Ένας από τους χώρους του ΚΥΤ που εδώ και πολύ καιρό δεν εξυπηρετεί τον αρχικό του προορισμό. Πλέον λειτουργεί ως κοιτώνας, ένα κατάμεστο δωμάτιο που στεγάζει γυναίκες και παιδιά. 

Παιδιά όλων των ηλικιών. Το καθένα έχει τη δική του ιστορία, όλα όμως έχουν κοινή συνιστώσα τον πόνο και τον ξεριζωμό.

Βρισκόμαστε έξω από τα όρια του camp, στις παρυφές της περιοχής που τις τελευταίες μέρες έχει επικρατήσει να λέγεται «ζούγκλα». Η κατάσταση είναι πλέον πολύ άσχημη. Πάνω από 7000 πρόσφυγες στοιβάζονται σε μικρές σκηνές, υψωμένες πάνω σε παλέτες, για να αποφύγουν όσο μπορούν την υγρασία και τη λάσπη.

Προσεγγίζουμε τη «Ζούγκλα». Οι εικόνες που βλέπουμε γίνονται όλο και πιο σκληρές.

 

Η «Ζούγκλα» είναι ένα σχεδόν αυτόνομο περιβάλλον. Όσο ο πληθυσμός αυξάνεται, η ζούγκλα μεγαλώνει, άναρχα, σαν ζωντανός οργανισμός, που επεκτεινεται συνεχώς. Παιδιά ανάμεσα σε βουνά από σκουπίδια κι εκτεθειμένα όμβρια.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η ηλεκτροδότηση των χώρων έξω από το ΚΥΤ. Αναρίθμητες επεκτάσεις και μπαλαντέζες συνδεδεμένες με ελάχιστους  πίνακες, προστατευμένες στην καλύτερη περίπτωση με λίγη χαρτοταινία, γεννούν φόβους ακόμη και για θανάτους στην πρώτη κακοκαιρία.

Παρά την αθλιότητα των συνθηκών, κάποιοι δεν παραιτούνται· είναι αποφασισμένοι να ομορφύνουν όσο μπορούν το περιβάλλον τους. Παράλληλα, τα μικρά παιδιά  έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την αυθόρμητη και πηγαία θέλησή τους για ζωή.