Ευρωεκλογές, εθνική ασφάλεια και ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός

Άρθρο Σταύρου Λυγερού

Οι επικείμενες ευρωεκλογές επαναφέρουν εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο τη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ΕΕ-Ευρωζώνης, ειδικά μετά τα Μνημόνια. Μέχρι την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, αλλά και μετά, ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός των εγχώριων αρχουσών ελίτ δεν άφηνε περιθώρια για κανενός είδους αμφισβήτηση. Εκτός των άλλων, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ΕΕ λειτουργεί σαν ασπίδα προστασίας από τον τουρκικό επεκτατισμό.

Έτσι, εδώ και χρόνια, όταν εκδηλώνονται επεκτατικές πιέσεις εκ μέρους της Τουρκίας, ακούμε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να λένε στον Ερντογάν ότι τα σύνορα στο Αιγαίο είναι ευρωπαϊκά σύνορα κι ότι επιτέλους η Άγκυρα πρέπει να σεβασθεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες! Έχω την εντύπωση πως στο ανάκτορο του νεοσουλτάνου θα πρέπει να χαμογελούν ειρωνικά κάθε φορά που ενημερώνονται γι’ αυτού του είδους τις δηλώσεις.

Η συμμετοχή στην ΕΕ έδωσε αναμφιβόλως στην Ελλάδα ένα κάποιο πολιτικό-διπλωματικό πλεονέκτημα, αλλά δεν εγγυήθηκε ποτέ την εθνική της ασφάλεια. Με άλλα λόγια, με την ένταξή της η Ελλάδα δεν μετακόμισε ως δια μαγείας κάπου μεταξύ Λουξεμβούργου και Ολλανδίας! Συνέχισε με το ένα πόδι να χορεύει στο ρυθμό της υπερεθνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης και με το άλλο στον ρυθμό των παραδοσιακών εθνικών προκαταλήψεων και αντιθέσεων της περιοχής μας.

Η αντίφαση αυτή δεν εξορκίζεται όσα ευρωπαϊκά πιστοποιητικά κι αν αποκτήσει η Ελλάδα. Από την ένταξή μας στην ΕΕ το 1981, οι ελληνικές άρχουσες ελίτ είχαν πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι οι εταίροι μας κατά κανόνα τηρούσαν πολιτική Ποντίου Πιλάτου και όχι σπανίως έγερναν προς την πλευρά της Άγκυρας. Τα γεγονότα έχουν αποδείξει πως η έννοια της κοινοτικής αλληλεγγύης ήταν περισσότερο επιταγή χωρίς αντίκρισμα παρά πολιτική πραγματικότητα.

Το γεγονός ότι τα τελευταία λίγα χρόνια η ΕΕ υιοθέτησε αυστηρή γλώσσα έναντι της Τουρκίας και στα ελληνοτουρκικά δεν οφείλεται, βεβαίως, σε κάποιου είδους αναζωπύρωση της κοινοτικής αλληλεγγύης. Οφείλεται αποκλειστικά στο ρήγμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στη Δύση και στο καθεστώς Ερντογάν. Ρήγμα, το οποίο συνεχώς βαθαίνει, παρά τις προσπάθειες και των Αμερικανών και των Ευρωπαίων να επαναφέρουν τη γειτονική μας χώρα στο δυτικό μαντρί.

Έχουμε επανειλημμένως αναλύσει την αιτία που συμβαίνει αυτό. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι πεπεισμένος πως η Ουάσιγκτον τον έχει προγράψει. Γι’ αυτό έχει στραφεί προς τη Μόσχα με αποτέλεσμα οι σχέσεις του με τη Δύση να παραμένουν στη ζώνη του κόκκινου, έστω κι αν τυπικώς δεν έχουν διαρραγεί. Το ζήτημα, μάλιστα, της προμήθειας του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 φέρνει τον κόμπο στο χτένι, υποχρεώνοντας και τον Ερντογάν, αλλά και τους Αμερικανούς να λάβουν αποφάσεις.

Η περιπέτεια των Μνημονίων

Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στο τι σημαίνει για την Ελλάδα η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Όσον αφορά την οικονομική σφαίρα, η κρίση και τα Μνημόνια αποκάλυψαν κατά τρόπο καταλυτικό πως εννοούν οι εταίροι μας την κοινοτική αλληλεγγύη. Το γεγονός ότι ήταν αποκλειστική ευθύνη της Ελλάδας που έπεσε στα βράχια, δεν αποτελεί δικαιολογία για το γεγονός ότι το ευρωιερατείο συμπεριφέρθηκε κατά τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε.

Προφανώς, στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα το 2010 δεν υπήρχαν ανώδυνες λύσεις για τους Έλληνες. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ότι μας επέβαλαν επώδυνα μέτρα. Το πρόβλημα είναι ότι μας επέβαλαν μέτρα, τα οποία αντί να ανασυγκροτήσουν παραγωγικά την ελληνική οικονομία, την οδήγησαν σε μία πρωτοφανή συρρίκνωση για περίοδο ειρήνης, με όλες τις δραματικές επιπτώσεις που αυτό έχει όχι μόνο για την κοινωνία, αλλά και για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μίζερος και ιδιοετλής τρόπος που το ευρωιερατείο αντιμετώπισε το ελληνικό χρέος, παρά τις πιέσεις του ΔΝΤ, το οποίο κατά τα άλλα φημίζεται για τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που προωθεί.

Η περιπέτεια των Μνημονίων έπρεπε να έχει κάνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα σοφότερο. Να το έχει απαλλάξει από έναν ιδεοληπτικό και εκτός πραγματικότητας ευρωπαϊσμό. Να του έχει δείξει τα πραγματικά όρια του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, όπως αυτό εξελίσσεται και κατ’επέκτασιν και τα όρια της κοινοτικής αλληλεγγύης. Είναι, άλλωστε, στην περίοδο κρίσης που αποδεικνύεται πόσο η κάθε ρητορική έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα.

Οι δύο μορφές του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού

Κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να συμμετέχει στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, προσκομίζοντας κι όχι απαλλοτριώνοντας την εθνική της ιδιαιτερότητα και τις πολιτισμικές της αποσκευές. Αυτό δεν είναι τόσο προφανές όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Υπονομεύεται από το διαδεδομένο σύνδρομο του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού.

Πριν την εκδήλωση της ευρωπαϊκής κρίσης, αλλά και μετά, το εν λόγω σύνδρομο συνήθως εκδηλωνόταν με δύο μορφές:

  • Πρώτον, ως μετέωρος κοσμοπολιτισμός, που πρότασσε την ταμπέλα του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού και σε ακραίες εκδοχή κατέληγε σε εθνομηδενισμό.
  • Δεύτερον, ως το ακριβώς αντίθετο, ως τάση δαιμονοποίησης της ΕΕ.

Ο πολιτικοψυχολογικός μηχανισμός των δύο αυτών εκδοχών είναι ο ίδιος. Με τη μία ή την άλλη του μορφή, ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός αντανακλά εθνικά πλέγματα και τάσεις στρουθοκαμηλισμού, που εμπόδιζαν την ισότιμη συμμετοχή της όποιας εθνικής συνιστώσας στη διαμόρφωση του κοινοτικού γίγνεσθαι. Ούτε η πρώτη εκδοχή ήταν βιωμένη υπέρβαση της εθνοκεντρικής περιχαράκωσης και των στείρων εθνικιστικών αντανακλαστικών, ούτε η δεύτερη ήταν πατριωτισμός.

Σε ενδιάμεση ζώνη

Στην Ελλάδα, το σύνδρομο του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού είχε πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις, επειδή είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που αντιμετωπίζει πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, λόγω της τουρκικής επεκτατικής πίεσης. Οι άρχουσες ελίτ έχουν κατά κανόνα διολισθήσει στον μετέωρο κοσμοπολιτισμό, ο οποίος κατά κανόνα υποκρύπτει εξαρτήσεις.

Αρέσκεται να ξεχνάει ότι η γεωγραφία και η ιστορία έχουν καταδικάσει την Ελλάδα να ζει σε μια ενδιάμεση ζώνη, η οποία δεν είναι ούτε Ανατολή ούτε, όμως, και τυπική Δύση. Αρέσκεται, επίσης, να ξεχνάει ότι τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος κλυδωνίζονται ακόμα από το εκρηκτικό μείγμα των παραδοσιακών εθνικών αντιθέσεων και των εξωτερικών παρεμβάσεων.

Και οι δύο όψεις του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού έχουν την τάση να παρακάμπτουν από διαφορετικούς δρόμους αυτή την αντίφαση, ενώ το ζητούμενο είναι ο πολιτικός χειρισμός της. Όσο η πολιτική και αμυντική ενοποίηση παραμένουν υποτυπώδεις, όσο δηλαδή η ΕΕ δεν μπορεί να εγγυηθεί επαρκώς την εθνική ασφάλεια των κρατών-μελών της, αυτές είναι υποχρεωμένες να το κάνουν με δικά τους μέσα.

Πηγή

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.