Ιδιαίτερη σπουδή να «ανεβάσει» επικοινωνιακά τη δήλωση του πρέσβη των ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ κατά τη συνάντηση που είχε σήμερα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επιδεικνύει η Νέα Δημοκρατία.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο ενημερωτικό σημείωμα της ΝΔ αναφέρεται πως «για την υπόθεση Novartis ο Αμερικανός πρέσβης σημείωσε: «Η έρευνα του FBI επικεντρώνεται σε εγκλήματα που παραβιάζουν τον αμερικανικό νόμο. Δεν υπάρχει καμία έρευνα του FBI που να αφορά Έλληνες πολιτικούς».
Η αποστροφή αυτή του Αμερικανού πρέσβη ήδη έχει γίνει «σημαία» σε Μέσα φίλα προσκείμενα στη Νέα Δημοκρατία, σε μία προσπάθεια διασκέδασης των εντυπώσεων για το πολύκροτο σκάνδαλο Novartis και την παραπομπή δέκα πολιτικών σε Προανακριτική Επιτροπή.
Ωστόσο, μία προσεκτική ανάγνωση της επίμαχης δήλωσης του κ. Πάιατ επιβεβαιώνει πως δεν υπάρχει κανένας λόγος… πανηγυρισμού για τη ΝΔ και την υπόθεση Novartis.
Διότι ο πρέσβης των ΗΠΑ λέει ότι «δεν υπάρχει καμία έρευνα του FBI που να αφορά Έλληνες πολιτικούς», δηλαδή δεν στοχεύει σε Έλληνες πολιτικούς.
Δεν λέει ωστόσο σε καμία περίπτωση πως η επίμαχη έρευνα δεν έχει πέσει πάνω σε Έλληνες πολιτικούς στο σκάνδαλο Novartis.
Με τον τρόπο αυτόν η ΝΔ επιχειρεί μία επικοινωνιακή διαχείριση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο σκάνδαλο.
Και τούτο επιβεβαιώνεται από τα επίσημα διαβιβαστικά έγγραφα του Αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI, τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας από την υπάρχουσα δικογραφία που έχει σχηματισθεί και η οποία διαβιβάστηκε στη Βουλή.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μόλις χθες η Κυριακάτικη Δημοκρατία έφερε στο φως της δημοσιότητας ένα επίσημο έγγραφο 19 σελίδων του FBI, το οποίο αποκαλύπτει πως είχε στηθεί το μεγάλο κόλπο από τη Novartis και στο οποίο γίνεται ευθέως και ρητά λόγος για «κυβερνητικούς αξιωματούχους».
Πρόκειται για το έγγραφο-φωτιά του FBI που διαβιβάστηκε μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών στις ελληνικές εισαγγελικές αρχές με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2018, περιλαμβάνεται στη δικογραφία της υπόθεσης εμπλέκει και πολλά ονόματα φυσικών προσώπων και εταιριών και περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους γινόταν η διακίνηση του «μαύρου χρήματος» προς διάφορες κατευθύνσεις.
Πέραν των ονομάτων που αναφέρονται στο έγγραφο, το σημαντικότερο είναι η αποκάλυψη των δύο πραγματικών λόγων για τους οποίους η Novartis δωροδοκούσε τα πολιτικά πρόσωπα.
Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα σε ειδικό κεφάλαιο, «οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ο υπουργός Υγείας πληρώνονταν για την εγγραφή (εισαγωγή) νέων προϊόντων στην αγορά και την προστασία ελάττωσης τιμών».
Αυτό σημαίνει ότι οι δωροδοκίες στις οποίες φέρεται ότι προχωρούσε η εταιρία αφορούσαν καταρχάς τη διευκόλυνση εισαγωγής νέων φαρμάκων της στην ελληνική αγορά από τα οποία έκανε τζίρους εκατομμυρίων. Το σημείο-κλειδί όμως είναι το δεύτερο και συνδέεται με την «προστασία ελάττωσης τιμών».
Όπως προκύπτει δηλαδή τα λαδώματα γίνονταν για να αποτρέπεται η περαιτέρω μείωση των τιμών στα φάρμακα της Novartis στο πλαίσιο της περικοπής της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε δρομολογηθεί μετά την υπαγωγή στο Μνημόνιο.
Η αποκάλυψη αυτή φωτίζει το πιο κομβικό ίσως σημείο του υπό διερεύνηση σκανδάλου δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους πολιτικούς υποστηρίζουν ότι οι κατηγορίες περί δωροδοκία τους αντιφάσκουν προς το γεγονός ότι επί των ημερών τους μειώθηκε και μάλιστα κατά πολύ η φαρμακευτική δαπάνη.
«Το 2011-2012 η φαρμακευτική βιομηχανία είχε μεγάλες μειώσεις τιμών», αναφέρει κατόπιν της σχετικής έρευνας και το έγγραφο προσθέτοντας ότι η Novartis δεν είχε τέτοια μείωση στα φάρμακα ογκολογίας και πολύ μικρές μειώσεις σε άλλα φάρμακα και ότι το πρώτο τρίμηνο του 2012 ο Φρουζής είχε μια συνάντηση με τον υπουργό Υγείας στο γραφείο του.
Παρακάτω υποστηρίζεται επίσης ότι «η θέση της εταιρεία ήταν ότι μια επένδυση της τάξης των 150.000 ευρώ σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο είχε τη δυνατότητα να σώσει πολλά εκατομμύρια ευρώ που θα χάνονταν για τη Novartis». «Μια κοινή πρακτική για τους γιατρούς κυβερνητικούς αξιωματούχους και αρθρογράφους και τη δωροδοκία τους ήταν να επιλέγουν μικρής αξίας εταιρίες ως πωλητές για ξέπλυμα χρήματος. Οι εταιρίες δημόσιων εκδηλώσεων και σχέσεων ήταν το κυρίως χρησιμοποιούμενο όχημα για τις δωροδοκίες».
Τα πρόσωπα
Απαντώντας στις ελληνικές Αρχές, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών των ΗΠΑ αναφέρει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες του εγγράφου για την εφαρμογή του νόμου σχετικά με τα εξής πολιτικά πρόσωπα: Ανδρέα Λοβέρδο, Μάριο Σαλμά, Άδωνη Γεωργιάδη, Ανδρέα Λυκουρέντζο, Αντώνιο Σαμαρά, Ιωάννη Στουρνάρα και Δημήτριο Αβραμόπουλο.
Δεν περιέχονται στο έγγραφο αυτό τα ονόματα των Π. Πικραμμένου, Ευ. Βενιζέλου και Γ. Κουτρουμάνη.
Οι περιγραφές για τους χρηματισμούς γιατρών κλπ παραπέμπουν σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σε μαφιόζικες μεθόδους, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνουν και τις αποκαλύψεις ενός από τους προστατευόμενους μάρτυρες που είδαν το φως της δημοσιότητας για τη συνειδησιακή κρίση που τον οδήγησε στην απόφαση του να καταθέσει ενώπιον των αμερικανικών Αρχών. Μία από τις μεθόδους προέβλεπε την καταστροφή έως και τρεις φορές ετησίως συγκεκριμένων εγγράφων από το τμήμα της τεχνολογίας πληροφορίας της εταιρείας με στοιχεία για τις δωροδοκίες. Ήταν οι λεγόμενες «καθαρές ημέρες».
Ακόμη είναι ανατριχιαστική η περιγραφή από το 2009 για την επαλήθευση των συνταγογραφήσεων «όταν η Novartis ήταν κάτω από τεράστια πίεση» και «οι αντιπρόσωποι πωλήσεων υποχρέωσαν τους γιατρούς να δώσουν τηλεφωνικούς αριθμούς ασθενών στους αντιπροσώπους. Οι αντιπρόσωποι επικοινωνούσαν με τους ασθενείς για να επιβεβαιώσουν ότι έλαβαν φάρμακα της Novartis. Οι αντιπρόσωποι μιλούσαν χωρίς την έγκριση των γιατρών».
Συνέδρια και πολυτελή ταξίδια, ηλεκτρονικά πάνελ, δημιουργία απατηλών τιμολογίων και απευθείας πληρωμή στους γιατρούς ήταν οι τρόποι που χρησιμοποιούνταν για τις δωροδοκίες.
Και σε τέσσερα τέτοια σχέδια δωροδοκίας είχε συμμετάσχει και η εταιρεία Sandoz που ανήκε στον όμιλο Novartis, προκειμένου να εξασφαλίζονται περισσότερες συνταγογραφήσεις από χιλιάδες γιατρούς.
Μόνο σε ένα συνέδριο στο Κιότο της Ιαπωνίας κάθε γιατρός πληρώθηκε 5.000 ευρώ χωρίς καν να το παρακολουθήσουν. Για τα ψευδή τιμολόγια αναφέρεται ότι αφορούσαν την παραγωγή διαφημιστικών εντύπων και ο πωλητής κρατούσε το 10%, ενώ χρησιμοποιούσε το υπόλοιπο «για να πληρώνει τους γιατρούς που η Sandoz αναγνώριζε».
Ακόμη και για την πώληση της Sandoz αποκαλύπτεται ότι η Novartis σκόπευσε να την πωλήσει: «Η εταιρία δωροδόκησε γιατρούς ώστε μελλοντικοί αγοραστές να έχουν την εντύπωση ότι η Sandoz ήταν πιο επικερδής. Η εταιρία ήθελε να αυξήσει το μερίδιο αγοράς στην Ελλάδα και να φανεί πιο ελκυστική».