Οι τρεις πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού

 
Το αέτωμα του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, Ευρωπαϊκού Πολιτισμού -και, κατά λογική και ιστορική ακολουθία, το αέτωμα αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, αφού όχημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι κατ’ εξοχήν ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός- στηρίζεται, κατά γενική πλέον ομολογία, σε τρεις κορυφαίους πυλώνες: Ο πρώτος είναι ο πυλώνας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Ο δεύτερος είναι ο πυλώνας της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Και ο τρίτος είναι ο πυλώνας της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Οι ρίζες των τριών πυλώνων συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους. Και είναι αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο το αέτωμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού έχει αναδειχθεί τόσο ανθεκτικό στους ανά τους αιώνες κραδασμούς, και πρωτίστως στους πρόσφατους τεκτονικούς, πολιτισμικούς και άλλους, κραδασμούς που συνεπάγονται κατά κύριο λόγο οι εξάρσεις του πολέμου και της βάρβαρης τρομοκρατίας, ιδίως δε της τζιχαντιστικής. 

I. Ο πυλώνας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. 
Η συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος ως προς την εξέλιξη και διαμόρφωση του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού είναι, τουλάχιστον, διπλή: Από τη μια πλευρά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα διέπλασε τον Πολιτισμό αυτόν θέτοντας, μέσω της απελευθέρωσης του Πνεύματος από τον μύθο και τις συνακόλουθες δοξασίες και εμμονές, τις βάσεις της Επιστήμης και της σύγχρονης δυτικής Φιλοσοφικής Σκέψης. Θάλεγε κανείς πως ο Πολιτισμός μας γεννήθηκε από το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα όπως, κατά την μυθολογία, η Αθηνά βγήκε από το κεφάλι του Δία, πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας ασπίδα. Και, από την άλλη πλευρά, μας δείχνει σήμερα τον δρόμο υπεράσπισης του Πολιτισμού μας, κυρίως δια της αποτροπής της μετάπτωσης της Επιστήμης σε άγονο εμπειρικό πεδίο σώρευσης απλής γνώσης και συλλογής άπειρης, πλην όμως ανώφελης, πληροφορίας. Μέσα από αυτή την διπλή συμβολή του, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα μένει αενάως ζωντανό και επίκαιρο, τόσον ως γενάρχης όσο και ως αμετακίνητος πυλώνας του Πολιτισμού μας. Και τον προτρέπει, στην σύγχρονη ζοφερή συγκυρία, με τα λόγια που βάζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο στόμα του Αντιφωνητή προς την Μαρία Νεφέλη: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά».

Α. Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και το «ξεμάγεμα» του κόσμου.
Ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός οφείλει, μεταξύ άλλων φυσικά, στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και την απελευθέρωση της σκέψης από τα δεσμά του μύθου και των επέκεινα δοξασιών και εμμονών και, συνακόλουθα, το άνοιγμα του δρόμου προς την κατεύθυνση της σύγχρονης επιστημονικής δημιουργίας. Σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα το πολιτειακό πλαίσιο της εποχής -και, κατ’ εξοχήν, της Αρχαίας Αθήνας -ήτοι το πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας. Και τούτο διότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας καλλιέργησαν μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα ελευθερίας -έστω και στο περιορισμένο πεδίο του «πολίτη» της εποχής εκείνης- συνυφασμένη αρμονικά με την συμμετοχή ακόμη και στα πολιτισμικά δρώμενα, όπως καταδεικνύει εναργώς το παράδειγμα της αρχαίας τραγωδίας αλλά της αρχαίας κωμωδίας, μέσω του τρόπου οργάνωσης των παραστάσεών τους. Συγκεκριμένα:

1. Η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.
Η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς την θεμελίωση της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας παραπέμπει, εν πολλοίς, στο μύθο του Προμηθέα, κατά την Αισχύλεια εκδοχή του. Ήτοι παραπέμπει στον ημίθεο, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου -προκειμένου να τον διδάξει τις τέχνες μέσω της χρήσης της φωτιάς που έχει κλέψει από τους θεούς- με σκοπό να καταστήσει την ανθρώπινη Δημιουργία, την παραγωγή Πολιτισμού, στη δύναμη εκείνη που θα απελευθερώσει τον Άνθρωπο από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Σκοπό που αποκαλύπτει στον Χορό ο Προμηθέας με τον συγκλονιστικό στίχο του Αισχύλου: «Θνητούς γ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον» («Έσβησα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου», στιχ. 260). Και τούτο στοίχισε στον Προμηθέα την σύγκρουση ως και με τον Δία, σύγκρουση που «σφραγίσθηκε» με την τιμωρία της αλυσόδεσής του στον Καυκασιανό βράχο.
α) Ειδικότερα, μεσα απο αυτήν την, οιονεί προμηθεϊκή, πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Την τελευταία δε με την μορφή της κορύφωσης αλλά και του επικέντρου της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της. 
β) Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης ‘που συνιστά το ισοδύναμο του «big-bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Ιώνων και των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά με βάση τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια. Και τούτο διότι ήταν εκείνοι που πρώτοι επιχείρησαν -και ουσιαστικώς πέτυχαν- να απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις. Ταυτοχρόνως, αυτή η ριζοσπαστική δημιουργική παρακαταθήκη των Ιώνων και των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, το σπουδαιότερο όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του. Πόσο αργότερα, άραγε, ο Μαξ Βέμπερ, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», «ανακάλυψε» ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» (“die Entzauberung der Welt”), ήτοι την απαλλαγή της σκέψης κατά την έρευνα του κόσμου τούτου από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου! Βεβαίως, και για να αποδοθούν «τα του καίσαρος τω καίσαρι και του Θεού τω Θεώ», είχε προηγηθεί η σκέψη του Ντεκάρτ και του Μπέικον, που εξέφρασαν την πλήρη αντίθεσή τους στην αυθεντία της παράδοσης, στην εξωλογική πίστη, στο δόγμα σε κάθε πεδίο γνώσης, αλλά και η σκέψη του Λάιμπνιτς μέσω της «αρχής του αποχρώντος λόγου», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν θαύματα, τίποτα στον κόσμο μας δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Όλως αντιθέτως, κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του, άρα η πρόοδος της επιστήμης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους αιτίου και αποτελέσματος. Όπου ως αίτιο εμφανίζεται αυτό το οποίο επιτρέπει στο αιτιατό να προκύψει υπό συνθήκες δυνατότητας επιστημονικής απόδειξης, που φυσικά και υπόκειται στην διαρκή δοκιμασία της επιλάθευσης. Και με τον τρόπο αυτό, όπως υποστήριξε ο θεμελιωτής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου Φράνσις Μπέικον: «Scientia nihil aliud est quam veritatis imago» («Η Επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εικόνα της Αλήθειας»).

2. «Εξήγηση», «κατανόηση», «διαύγαση». 
Ίωνες και Προσωκρατικοί λοιπόν, παρατηρώντας τον κόσμο που απλωνόταν γύρω τους, πήραν την εμπειρία και την πληροφορία, η οποία εκπορεύεται από αυτήν, και οργανώνοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό στα πεδία της λογικής, της μεταφυσικής και της επιστημολογίας, την μετέτρεψαν σε ουσιαστική, εξελικτικώς αναπαραγόμενη, γνώση και, βασιζόμενοι πρωτίστως στην μεθοδική αποδεικτική διαδικασία -την οποία εφάρμοσαν π.χ. ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης- παρήγαγαν σοφία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την Επιστήμη. Βασικό τους όπλο υπήρξε η «πραγματική σκέψη», όπως την «κωδικοποίησε» ο Κορνήλιος Καστοριάδης ως μέθοδο που επιτρέπει, διαδοχικώς:
α) Αρχικώς την «εξήγηση», που σημαίνει την αναγωγή ενός φαινομένου στις αιτίες του. 
β) Έπειτα την «κατανόηση», που σημαίνει την δημιουργία νοημάτων για την σύλληψη της σημασίας της εξήγησης. 
γ) Και, τελικώς, την «διαύγαση», που σημαίνει την μέσω της εξήγησης και της κατανόησης ολιστική σύλληψη της γνώσης. Κάπως έτσι το Πνεύμα φθάνει στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού της επιστημονικής δημιουργίας, που είναι η Φιλοσοφία. 

3. Η συμβολή των Ιώνων και των Προσωκρατικών στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου. 
Τέλος, δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς αβασάνιστα το γεγονός ότι Ίωνες και Προσωκρατικοί, ακριβώς επειδή υπήρξαν συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής «αιχμαλωσίας» του μύθου και του δόγματος κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε επιφύλαξαν στο έργο τους ένα είδος επιστημονικού «σολιψισμού». Όλως αντιθέτως, και με αφετηρία π.χ. τις ρήσεις του Ηράκλειτου «πάντα χωρεί και ουδέν μένει» και του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έβαλαν πρώτοι στον χώρο της επιστήμης τον «θεμέλιο λίθο» της σχετικότητας, φυσικά υπό την ευρεία του όρου έννοια. Άρα, έστω και εμμέσως, της επιλάθευσης, που επειδή δεν θεωρεί τίποτε δεδομένο και γι αυτό ανοίγει τον δρόμο αναγνώρισης του σφάλματος προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, καταγωγή της, συνιστά τον θεμέλιο λίθο της Επιστημονικής Μεθόδου. Είναι, λοιπόν, οι Ίωνες και οι Προσωκρατικοί που, κατ’ αποτέλεσμα, υπήρξαν οι εμπνευστές του Καρλ Πόπερ, όταν έγραφε για την «ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» -ο ίδιος, άλλωστε, το ομολογεί, ουσιαστικώς ευθέως, στο έργο του «Ο κόσμος του Παρμενίδη, Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό» (εκδ. Καρδαμίτσα, 2002)- και του Τόμας Κουν, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων». Δεν ήταν, άραγε, αυτοί που -για να αναχθούμε στο κατά Κουν πρότυπο της «επιστημονικής επανάστασης»- αποτέλεσαν την πρώτη, πραγματική, «επιστημονική κοινότητα», η οποία διαμόρφωσε και το επίσης πρώτο, γνήσιο, «επιστημονικό παράδειγμα», αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό τον δρόμο της μελλοντικής αμφισβήτησής του και αντικατάστασής του από ένα νέο «επιστημονικό παράδειγμα» με το ανάλογο περιβάλλον μιας εξίσου νέας «επιστημονικής κοινότητας»;

Β. Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα «αιγίδα» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Η καθοριστική συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στην έκβαση του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού, πρωτίστως μέσω της θεμελίωσης -κατά κυριολεξία- της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, παρέχει ταυτοχρόνως και τα εφόδια για την υπεράσπιση του Πολιτισμού αυτού από τους κινδύνους, οι οποίοι υπονομεύουν σήμερα τα θεμέλιά του. Με άλλες λέξεις αρκεί να έχουμε κατά νου με ποιον τρόπο το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα οδήγησε στην δημιουργία του Πολιτισμού μας, για να πλάσουμε τα κατάλληλα αντισώματα εναντίον του «ιού», που «πολιορκεί» τον πνευματικό ανοσοποιητικό θώρακά του. 

1. Ο Πολιτισμός μας σε κίνδυνο.
Ο Πολιτισμός μας τίθεται σε κίνδυνο όταν το διάνυσμα της δημιουργίας του, που συντίθεται -κι ας μου συγχωρηθεί αυτή η σχηματικότητα που, πάντως, δεν είναι αβάσιμη και αυθαίρετη- από την μετατροπή της πληροφορίας σε γνώση και της γνώσης σε σοφία, αρχίζει να αντιστρέφεται. Όταν δηλαδή, σε πλήρη αντίθεση προς τις κατευθυντήριες επιταγές του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, η σοφία τείνει να μεταπέσει στο επίπεδο της γνώσης και, εν τέλει, η γνώση τείνει να περιορισθεί στην κατάσταση της απλής συλλογής και, έστω, συστηματοποίησης της πληροφορίας. Αυτή η, σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της πληροφορίας στερεί το παρόν στάδιο του ανθρώπινου πολιτισμού από την γενεσιουργό αιτία της ανόδου του. Δηλαδή, από την δημιουργική δύναμη της διαλεκτικής, η οποία με όρους «προμηθεϊκής αντίστιξης» είναι η «φωτιά» του Πνεύματος που μας χάρισαν ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας. Ας μην ξεχνάμε ότι, κατά τον κανόνα που η Ιστορία επιβεβαιώνει καθημερινά, κάθε κατάκτηση του Ανθρώπου στην πορεία προς την τελική του καταξίωση, από την πιο ανεπαίσθητη ως την πιο καθοριστική, κινδυνεύει όταν οι αντηρίδες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε χάνουν τον στατικό δυναμισμό τους, συνήθως εξαιτίας της ανθρώπινης αβελτηρίας και, κατ’ εξοχήν, της αβελτηρίας που οφείλεται στην υποτίμηση των χρόνιων κραδασμών στο υπέδαφος των αντηρίδων αυτών. 

2. Οι «οιωνοί» της παρακμής.
Υπάρχουν, άραγε, σημάδια που δείχνουν στις μέρες μας μια τέτοια αναστροφή, η οποία όχι μόνον εμποδίζει τον Πολιτισμό μας να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα υπέρβασης των ήδη μεγάλων επιτευγμάτων του, αλλά υποσκάπτει τα θεμέλιά του εκείνα που στηρίχθηκαν στις απαράμιλλες αντηρίδες του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος; Πιστεύω πως ναι. Και είναι απόλυτη ανάγκη να δούμε, το συντομότερο δυνατό και κατάματα, πού οφείλεται μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική, έτσι ώστε όσο υπάρχει καιρός να ανακοπεί. 
α) Ουδείς μπορεί, με πειστικά επιχειρήματα, να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η πρόσφατη εξέλιξη της τεχνολογίας, ενώ έχει πολλαπλές ευεργετικές συνέπειες ως προς την σύλληψη της ουσίας του κόσμου μας, επέφερε και σημαντικές παρενέργειες όταν ορισμένες εκφάνσεις της «λοξοδρόμησαν» σε σχέση με τον πραγματικό προορισμό της. 
β) Περιορίζομαι να αναφέρω δύο από τις παρενέργειες αυτές, τις οποίες θεωρώ και τις πιο καθοριστικές:
β1) Η πρώτη αφορά την ραγδαία εξάπλωση και επικράτηση της απόλυτης εξειδίκευσης- σε όλα τα επίπεδα οικοδόμησης του επιστητού, από την περίοδο της «μαθητείας» ως και την τελική φάση της πιο εξελιγμένης έρευνας- της επιστημονικής γνώσης. Αυτός ο αυτοπεριορισμός του επιστημονικού πεδίου με το ωραιοποιητικό περικάλυμμα ενός είδους «splendid isolation», σε συνδυασμό με την, προφανή ή και κραυγαλέα, έλλειψη μηχανισμών ουσιαστικής επικοινωνίας των επιστημόνων-εκπροσώπων συγγενών κλάδων, στερεί, νομοτελειακώς, από τον πραγματικό επιστήμονα την δυνατότητα της ολιστικής σύλληψης της επιστήμης του και του αντικειμένου της, ως ευρύτερου συνόλου που απαρτίζεται από επιμέρους, συγκοινωνούντα μεταξύ τους, υποσύνολα. 
β2) Η δεύτερη αφορά την εδραίωση μιας οικονομικής παγκοσμιοποίησης, δίχως τους θεσμικούς και τους οικονομικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να αποτρέψουν τις δυνάμεις στρέβλωσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος που το απομακρύνουν, ολοένα και περισσότερο, από τις ρίζες του και τον προορισμό του.

  • Αυτή η στρεβλωτική τάση της υπό τις ανωτέρω συνθήκες παγκοσμιοποίησης, εξαιτίας της δυσμενούς επιρροής της και σε επιστημονικούς χώρους πολύ πέραν της οικονομίας -με πιο χαρακτηριστικό εκείνον της, stricto sensu, τεχνολογίας- λειτουργεί, κατ’ αποτέλεσμα, αποτρεπτικώς ως προς την τάση του σύγχρονου επιστήμονα να αποκτήσει μια συνολικότερη αντίληψη των επιπτώσεων της έρευνάς του. Σε συνδυασμό λοιπόν με την προμνημονευόμενη τάση εξειδίκευσης, η ιδιομορφία ορισμένων πτυχών της παγκοσμιοποίησης επιτείνει την τάση μετάπτωσης της σοφίας σε απλή γνώση και της γνώσης σε πληροφορία. Ιδίως δε σε πληροφορία προορισμένη να «τεκμηριώσει» καταλλήλως -και, ίσως, με μια τάση «αμάχητου τεκμηρίου» που καλλιεργεί μιαν ιδιότυπη νοοτροπία «δόγματος»- την νομοτελειακή «αυτορρύθμιση» της οικονομίας. Η οποία έχει ως συνέπεια την «δαιμονοποίηση» κάθε ίχνους διορθωτικού κρατικού παρεμβατισμού και την αντίστοιχη «θεοποίηση» της ολοκληρωτικής «απορρύθμισης», δηλαδή της ουσιαστικής κατάργησης των παρεμβατικών αρμοδιοτήτων των επιμέρους κρατικών οργάνων. 
  • Πέραν τούτων όμως η παγκοσμιοποίηση αυτής της μορφής καλλιεργεί, από την φύση της, μιαν ιδιόμορφη νοοτροπία υλισμού -με την έννοια της αναγκαστικής προσήλωσης στην «βιωτή» που η ίδια η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται προσδιορίζοντας, καθοριστικώς, τις ανάγκες των ανθρώπων- εντελώς αντίθετη προς τις «οραματικές» προοπτικές, οι οποίες συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση για την, σύμφυτη με την μετάβαση από την πληροφορία στην γνώση και από την γνώση στην σοφία, υπέρβαση της τετριμμένης καθημερινότητας.

ΙΙ. Ο πυλώνας της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης.
Αποτελεί κοινό ιστορικό τόπο το γεγονός ότι δίχως το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και προσδιόρισε τις συντεταγμένες των κρατικών οντοτήτων εντός των οποίων οργανώθηκαν κανονιστικώς οι Λαοί της Ευρώπης μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της συνέχειάς της στην Ανατολή, ήτοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το αναντικατάστατο πολιτισμικό κληροδότημα του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην γέννηση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, τουλάχιστον υπό την σύγχρονη εμβληματική μορφή του. Γι αυτό η θεσμική κληρονομιά της Αρχαίας Ρώμης συνιστά τον δεύτερο βασικό πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ως δίδυμο και συμπληρωματικό του πρωταρχικού πυλώνα του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Η σύνθεση της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης, ιδίως ως αμάλγαμα το Νόμου και της Res Publica, είναι άκρως ενδεικτική αυτής της ιστορικής αλήθειας.

Α. Η συμβολή του Νόμου και οι θεσμικές προεκτάσεις του ως κανονιστικού θεμελίου του Κράτους. 
Αν και ο Δωδεκάδελτος Νόμος -δηλαδή η αρχετυπική εστία της ρωμαϊκής νομοθεσίας- έλκει την καταγωγή του, ως προς την ουσία ρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τα Αρχαία Ελληνικά Δίκαια, ο Νόμος, ως κανόνας δικαίου με την έννοια του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, όπως αυτός εξελίχθηκε ως προϊόν της νομικής επιστήμης και της νομολογίας, έχει αμιγώς αρχαιορωμαϊκή καταγωγή. Και τούτο διότι:

1. Νόμος και Κράτος.
Ο Νόμος, και μάλιστα ανεξαρτήτως της προέλευσής του- με άλλες λέξεις ανεξαρτήτως του αν ήταν προϊόν της βούλησης λαϊκών αντιπροσωπευτικών οργάνων ή μονοπρόσωπων πολιτειακών οργάνων κάθε μορφής- ήταν εκείνος που επέτρεψε την θεσμική θεμελίωση της Ρωμαϊκής, και ύστερα της Βυζαντινής, Αυτοκρατορίας ως «κρατικής οντότητας», με την έννοια που γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Νόμος ήταν εκείνος που αφενός κατέστησε εφικτή την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της αρχαίας Ρώμης, έτσι ώστε να εξελίσσεται ομαλώς η κοινωνική συνύπαρξη και, κατ’ επέκταση, η κοινωνική συνοχή, πράγμα στοιχειώδες για την ομαλή πορεία κάθε μορφής πολιτισμικής δημιουργίας. Και, αφετέρου -αλλά και κατά κύριο λόγο- επέτρεψε την, υπό θεσμικώς σταθερούς όρους, οργάνωση και λειτουργία του Κράτους. Ενός Κράτους το οποίο όχι μόνον οργανώνεται και λειτουργεί, όπως ήδη τονίσθηκε, με βάση πλήρεις κανόνες δικαίου -με την έννοια των leges perfectae και όχι leges imperfectae ή minus quam perfectae- αλλά και έχει την θεσμική ισχύ και νομιμοποίηση επιβολής του περιεχομένου του κανόνα δικαίου στα κάθε είδους υποκείμενά του, μέλη του οικείου κοινωνικού συνόλου. 

2. Η παρακαταθήκη των γενικών ρητρών. 
Ο κατά τ’ ανωτέρω ρωμαϊκής προέλευσης και «κοπής» Νόμος, καθώς κατ’ ανάγκην προσαρμοζόταν στις ιδιόμορφες συνθήκες των εκάστοτε διακυμάνσεων της πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδήγησε στην δημιουργία «γενικών ρητρών» -π.χ. επιείκεια, ευθυδικία, καλή πίστη, χρηστά ήθη- οι οποίες ακόμη και σήμερα συνιστούν «απαστράπτουσες» ψηφίδες του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, κυρίως ως ουσιώδη συστατικά της αναλογικής ισότητας και της, lato sensu, Δικαιοσύνης. Καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η συμβολή του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium») και της «Cognitio Extra Ordinem». 
α) Η ανάγκη αντιμετώπισης του παρωχημένου χαρακτήρα αλλά και της κανονιστικής ακαμψίας της Δωδεκάδελτης νομοθεσίας -το ιστορικό παράδειγμα του Γαΐου ως προς την αδυναμία κά¬λυψης των συνεπειών της «κοπής κλημάτων» μέσω της ρύθμι¬σης περί «κοπής δένδρων» είναι άκρως χαρακτηριστικό- που οδήγησαν σ’ ένα είδος «δικονομικής αφλογιστίας» το δια των δικονομικών τύπων των «legis actiones» σύστημα επίλυσης των διαφορών μεταξύ ιδιωτών, ώθησε το πολιτειακό σύστημα της Ρώ¬μης στην επινόηση της «Per Formulam» διαδικασίας και, συνα¬κόλουθα, της διαμόρφωσης του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium»). Η «Per Formulam» διαδικασία ίσχυσε ως το 342 μ.Χ, όταν και καταργήθηκε με διάταξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου:
α1) Την «Per Formulam» διαδικασία παγίωσε η «Lex Aebutia» (149/126 π.Χ.), καθιερώνοντας οριστικά τα δύο στάδια απο¬νομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο πλέον του «Jus Praetorium». Το πρώτο στάδιο («in jure») συνίστατο στην ενώπιον του αρ¬μόδιου Πραίτωρα -συνήθως ήταν ο «Praetor Peregrinus»- πα¬ράσταση, ο οποίος διατύπωνε την «Formula» της εν γένει επί¬λυσης της διαφοράς και όριζε τον αρμόδιο δικαστή. Ιδιώτη δικαστή, οριζόμενο ad hoc («judex datus»), αντίθετα προς την προγενέστερη διαδικασία των «legis actiones», όπου ο δικα¬στής ήταν ανώτερο κρατικό όργανο, εγγεγραμμένο σε ειδικό λεύκωμα («album judicum»). Ενώπιον αυτού του δικαστή εκτυλισσόταν πλέον το δεύτερο -και τελευταίο- στάδιο επίλυ¬σης της διαφοράς («in judicio»), στο πλαίσιο του οποίου εκ¬διδόταν η οριστική απόφαση, πάντα όμως εντός των κανονιστικών ορίων της σχετικής «Formula».
α2) Και ναι μεν στην «Per Formulam» διαδικασία ο αρμόδιος «Praetor» δεν είχε πλήρη δικαιοπλαστική ικανότητα, πλην όμως καθορίζοντας, κατ’ αποτέλεσμα, το όλο νομικό πλαίσιο επί¬λυσης της διαφοράς οδηγείτο, νομοτελειακώς, σ’ ερμηνευτικές μεθόδους δραστικής επικουρίας, συμπλήρωσης ή και διόρθω¬σης των ισχυόντων κανόνων δικαίου («jus civile»). Εξ ου και ο κλασικός ορισμός που έδωσε στο σταδιακώς διαμορφωθέν «Jus Praetorium» o Παπινιανός (D.1,1,7,1): «Jus praetorium est quod praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi iuris civilis gratia propter utiliatatem publicam, quod et honorarium dicitur ad honorem praetoris nominatum».
β) Ήδη από την εποχή του Αυγούστου, και παραλλήλως προς την διαδικασία «Per Formulam», αναπτύχθηκε σταδιακώς και μια «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία», ήτοι εκείνη της «Cognitio Extra Ordinem», για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Μια διαδικασία, η οποία υποκατέστησε πλήρως την αντίστοιχη «Per Formulam» διαδικασία μετά το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα.
β1) Μέσω της «Cognitio Extra Ordinem», η οποία λειτουργούσε «extra ordinem judicorum», παρακάπτονταν, ουσιαστικά, η «Per Formulam» διαδικασία: Η επίδικη διαφορά επιλυόταν από τον αρμόδιο δικαστή -κρατικό όργανο και όχι ιδιώτη-τον οποίο όριζε ο Ηγεμόνας. Προηγουμένως όμως ο Ηγεμό¬νας, μέσω των «rescripta» τα οποία εξέδιδε -ύστερα από τη γνώμη ειδικού συμβουλίου, του «Scrinium libellorum»- ως απαντήσεις, κατόπιν αναφορών («libelli»), επί των αμφισβη¬τούμενων νομικών ζητημάτων, ουσιαστικώς προσδιόριζε και τον κανόνα δικαίου που όφειλε να εφαρμόσει ο αρμόδιος δι¬καστής.
β2) Η δικονομική πρακτική της «Cognitio Extra Ordinem» άφη¬σε στην ιστορία του δικαίου μια σειρά από πολύτιμες γενικές ρήτρες, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσ’ από τα διαδοχικά «rescripta» των Ρωμαίων Ηγεμόνων. Ιδίως δε εκείνων οι οποί¬οι είχαν βαθειά επηρεασθεί από την στωική φιλοσοφία. Εμβληματικά υπήρξαν τα σχετικά «rescripta» ιδίως του Τραϊ¬ανού, του Αδριανού, του Αντωνίνου, του Μάρκου Αυριλίου, του Σεπτιμίου Σεβήρου -τα «Apokrimata» του οποίου απο¬τελούν πάντα πολύτιμη οργανωμένη συλλογή- και του Διο¬κλητιανού. Στις γενικές αυτές ρήτρες που προέκυψαν μεσ’ από την διαδικασία της «Cognitio Extra Ordinem» έχουν τις ρίζες τους, όπως ήδη τονίσθηκε, αρκετές από τις ρήτρες ευθυδικίας, τις οποίες γνω¬ρίζει και εφαρμόζει πάντα το σύγχρονο δίκαιο, ιδίως στις δυτικού τύπου Δημοκρατίες.

Β. Η συμβολή της «Res Publica». 
Θεσμικό «απαύγασμα» της προαναφερόμενης στενής σχέσης μεταξύ Νόμου και Κράτους, στο πλαίσιο της οργάνωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξεν η ανάδειξη της «Res Publica» ως πυρήνα που καθορίζει, ταυτοχρόνως, από τη μια πλευρά το ρυθμιστικό περιεχόμενο και τον τελικό προορισμό του Νόμου και τον όλο σκοπό που νομιμοποιεί την οργάνωση και λειτουργία του Κράτους. Και, από την άλλη πλευρά, την αδήριτη ανάγκη υπακοής των πολιτών του στα κελεύσματα των οργάνων του. 

1. Το νόημα της «Res Publica». 
Η ρωμαϊκής προέλευσης «Res Publica» αποδίδει τον θεμελιώδη κανόνα ότι το Κράτος -πάντα με την έννοια που το προσλαμβάνουμε και σήμερα- βρίσκει την νομιμοποιητική του βάση όταν η οργάνωση και λειτουργία του υπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον», το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το κατά την αρχαία ελληνική νομική σκέψη -και ειδικότερα την Αριστοτελική σκέψη- «κοινή συμφέρον», ήτοι το «άθροισμα» και την «κοινή συνισταμένη» του συμφέροντος των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου. Και τούτο διότι πρόκειται για το «συμφέρον» της Πολιτείας, ως κανονιστικώς οργανωμένης οντότητας η οποία υπέρκειται θεσμικώς του κοινωνικού συνόλου που εξουσιάζει. Με την έννοια ότι το μεν κοινωνικό σύνολο είναι το θεμέλιο της νομιμοποίησής της, πλην όμως η θεσμικώς οργανωμένη δια του Νόμου Πολιτεία είναι αυτή, η οποία δια των οργάνων της προσδιορίζει κυριάρχως τους σκοπούς -και τα μέσα επίτευξής τους- που πρέπει να επιδιωχθούν, προκειμένου και εκείνη να επιβιώσει και να εξελιχθεί και το οικείο κοινωνικό σύνολο να αναπτύξει ομαλώς τις μεταξύ των μελών του κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Με άλλες λέξεις η «Res Publica» καθορίζει τα όρια της «δημόσιας σφαίρας», απολύτως διακριτά από εκείνα της «ιδιωτικής σφαίρας», αναδεικνυόμενη έτσι σε «προάγγελο» της σύγχρονης διάκρισης μεταξύ «πολιτικής κοινωνίας» και «κοινωνίας των πολιτών». Διόλου τυχαίο το ότι την ως άνω διάκριση εμπνεύσθηκε ένας επίγονος των Ρωμαίων, ο Αντόνιο Γκράμσι. 

2. Οι έννομες συνέπειες της «Res Publica».
Τα κατά τα ανωτέρω βασικά χαρακτηριστικά της «Res Publica» φέρνουν στο φως και το ότι ήταν εκείνη που αποτέλεσε το αρχικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο κτίσθηκε στη συνέχεια:
α) Η σύγχρονη έννοια του «δημόσιου συμφέροντος», ως θεσμικού γνώμονα με βάση τον οποίο αφενός κρίνεται η νομιμότητα κάθε κρατικής -και κυρίως διοικητικής- πράξης. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, τα αρμόδια κρατικά όργανα, πρωτίστως δε τα δικαιοδοτικά, κρίνουν το αν και κατά πόσον οι πράξεις αυτές πάσχουν ή όχι «κατάχρηση εξουσίας». 
β) Αυτό τούτο το Κράτος Δικαίου, το οποίο συνθέτει την θεμελιωδέστερη συνιστώσα της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πραγματικού πυλώνα όχι μόνο της Δημοκρατίας αλλά και όλου του Δυτικού Πολιτισμού. Και τούτο διότι το Κράτος Δικαίου, τουλάχιστον κατά τα στοιχειώδη συστατικά του στοιχεία, σημαίνει την κρατική εκείνη οντότητα που νομιμοποιείται, θεσμικώς και πολιτικώς, να υπάρχει και να δραστηριοποιείται μόνον όταν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Κι αυτό προϋποθέτει ότι το Κράτος από τη μια πλευρά οργανώνεται και λειτουργεί μόνο με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι προσδιορίζουν τις συντεταγμένες του δημόσιου συμφέροντος. Και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν θεσμοθετημένες κυρώσεις -ιδίως κυρώσεις που εκπορεύονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας- σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της νομιμότητας από τα κάθε είδους κρατικά όργανα. 

ΙΙΙ. Ο πυλώνας της Χριστιανικής Διδασκαλίας.
Και ο τρίτος πυλώνας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ήτοι ο πυλώνας της Χριστιανικής Διδασκαλίας, συνδέεται αρρήκτως με τους δύο άλλους. Την σύνδεση αυτή αποδίδει εκφραστικά, φυσικά μεταξύ άλλων, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους. Μια σχέση την οποία τεκμηριώνει ιστορικώς, και δη οιονεί αμαχήτως, το ότι: Ο μεν Χριστιανισμός και η, σημαντική για την πορεία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Διδασκαλία του μπόρεσαν να αναδειχθούν, εν πολλοίς, επειδή βρήκαν διπλό πρόσφορο έδαφος: Πρώτον, το έδαφος της επικράτειας αρχικώς της Ρωμαϊκής και, μετέπειτα, της επιγόνου της, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και της θεσμικής κληρονομιάς τους, αφού αυτό διευκόλυνε την οργάνωση και λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας στις απαρχές της και το εντεύθεν πρωτόλειο «κανονικό δίκαιο». Και, δεύτερον, το «έδαφος» της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, δοθέντος ότι μέσα από αυτές τις γλώσσες διαδόθηκε η Χριστιανική Διδασκαλία και διατυπώθηκε η λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Όμως, και από την άλλη πλευρά, ήταν οι «φερτές ύλες» του, άκρως «πλωτού» διανοητικώς, «ποταμού» της Χριστιανικής Διδασκαλίας, οι οποίες γονιμοποίησαν τις πολιτισμικές παρακαταθήκες των πυλώνων του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης, όπως συνάγεται ιδίως από τα εξής:

Α. Από την απλή κοινωνική συνύπαρξη στην πραγματική κοινωνία προσώπων. 
Ως προς την οργάνωση της κοινωνίας, τόσο το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και η άμεση δημοκρατία που το στήριξε όσο και η θεσμική κληρονομιά της Αρχαίας Ρώμης, δηλαδή οι δύο πρώτοι πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, στηρίχθηκαν στην απλή κοινωνική συνύπαρξη. Ήτοι στην συμβίωση ανθρώπων, η οποία περιορίζεται στο ότι είναι αρκετό τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συνυπάρχουν, με βάση τους κανόνες δικαίου τους οποίους οφείλουν να τηρούν, ανεξαρτήτως της ενδιάθετης τάσης τους αναφορικά με τον «πλησίον». 

1. Το ξεπέρασμα του κανονιστικώς «δέοντος». 
Ο Χριστιανισμός και η Διδασκαλία του -με αιχμή του δόρατος την επί του Όρους Ομιλία και την εντεύθεν Πατερική Διδασκαλία- υπερέβη, κατά πολύ, αυτά τα όρια της απλής εκπλήρωσης «θεσμικού καθήκοντος». Και τούτο διότι στην απλή υπακοή στο Νόμο προσέθεσαν το αξίωμα ότι, σε μια πραγματική κοινωνία ανθρώπων δεν αρκεί η συμπεριφορά που υπηρετεί το θεσμικώς «δέον». Ο Άνθρωπος, ως άτομο και μέλος του κοινωνικού συνόλου, οφείλει, κατά τον προορισμό του, να συμπεριφέρεται προς τον «πλησίον» πέραν του θεσμικώς «δέοντος», άρα με την ενδιάθετη βούληση ότι συμπαρίσταται σε αυτόν ακόμη και πέραν των όσων επιτάσσει ο κανόνας δικαίου, με μόνο δείκτη πορείας την συνείδησή του και το πιστεύω του κατά τον τελικό προορισμό του. 

2. Η κοινωνία προσώπων. 
Κατά λογική ακολουθία, ο Χριστιανισμός και η Διδασκαλία του δεν αρκούνται στην απλή κοινωνική συνύπαρξη, όσο και αν αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με όσα προβλέπουν οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν κανονιστικώς τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Φιλοδοξούν να οργανώσουν μια πραγματική κοινωνία ανθρώπων, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε αν χρειασθεί να υπερακοντίσουν, ενόψει των βασικών δεσμεύσεων της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τα κελεύσματα του Νόμου, πάντοτε βεβαίως προς την κατεύθυνση ενίσχυσής τους κατά τον θεσμικό προορισμό του Νόμου. Και κάπου εδώ η Χριστιανική Διδασκαλία, στο πλαίσιο των καταβολών του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, παίρνει την σκυτάλη -λαμβανομένης οπωσδήποτε υπόψη της ιδιαιτερότητας που δημιουργούσαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες καθένας τους εξέφρασε την προοπτική υπέρβασης του ανθρώπινου νόμου- π.χ. από τον Προμηθέα του Αισχύλου, από την Αντιγόνη του Σοφοκλέους αλλά και από τα κείμενα του Κικέρωνος και του Σενέκα και φυσικά του Κικέρωνος, ο οποίος διάδωσε την στωική έννοια της «Οικειώσεως». Ότι, δηλαδή, από την φύση είμαστε συνδεδεμένοι και ενωμένοι σε μια «Κοινωνία Πολιτών» («De Finibus Bonorum et Malorum» 3.66). Αξίζει να επισημανθεί ότι κατά την έννοια της «Οικειώσεως» -έννοια την οποίαν υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο Θεόφραστος, ο διάδοχος του Αριστοτέλους στο Λύκειο- υπάρχει ένας φυσικός δεσμός που ενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους, τον ένα με τον άλλο και όλους μαζί. Ένας δεσμός «Αλληλεγγύης», ο οποίος δεν τίθεται στην υπηρεσία κάποιου ανώτερου κοινού σκοπού, ή για την σύναψη κάποιου «συμβολαίου», ή για την υποστήριξη κοινών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, αλλά καθίσταται αναγκαίος λόγω της ενότητας και οικουμενικότητας των σκοπών της ζωής, της αξίας του Ανθρώπου ως αυτοσκοπού, της ίδιας της Ανθρωπότητας, ως μιας μεγάλης οικογένειας με διευρυμένα γεωγραφικά όρια. 

Β. Το κληροδότημα της Χριστιανικής Διδασκαλίας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. 
Μέσα από αυτά τα δεδομένα η Χριστιανική Διδασκαλία γονιμοποίησε την συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης στην όλη εξέλιξη του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, προσθέτοντας ιδίως τις εξής αρχές, που προϋπήρχαν μεν εν σπέρματι πλην όμως αποτέλεσαν στην συνέχεια -και εξακολουθούν πάντα να αποτελούν- «πυρηνικά» στοιχεία της υπόστασής του:

1. Ο Ανθρωπισμός.
Πρώτον, τον Ανθρωπισμό. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού ο Ανθρωπισμός, με τα στοιχεία που του προσέθεσε η Χριστιανική Διδασκαλία, συνίσταται στο ότι ο Άνθρωπος, ως αυτοτελής προσωπικότητα με την δική της αξία, βρίσκεται στο επίκεντρο της οργάνωσης αλλά και του προορισμού της Ανθρωπότητας. Όχι όμως ο Άνθρωπος ως μονάδα, αλλά ο Άνθρωπος ως μέλος ενός ευρύτατου κοινωνικού συνόλου, το οποίο υπερβαίνει κάθε είδους σύνορα. Ενός κοινωνικού συνόλου το οποίο όπως ήδη εκτέθηκε ξεπερνά, κατά πολύ, τα όρια της αρχετυπικής απλής συνύπαρξης -όσο και αν αυτή είναι στις μέρες μας αρκούντως θεσμικώς θωρακισμένη- και διαμορφώνει πραγματική κοινωνία προσώπων. 

2. Η Αλληλεγγύη. 
Δεύτερον, την Αλληλεγγύη. Η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία «κοινωνία προσώπων» καθίσταται εφικτή, ως ουσιώδης μετεξέλιξη της απλής κοινωνικής συνύπαρξης, μέσω της κατά την Ευαγγελική και την Πατερική Διδασκαλία Αλληλεγγύης, η οποία διαδραματίζει τον ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, κατά την λογική του «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» και, ακόμη περισσότερο, του «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, όπως η σημερινή συγκυρία αποδεικνύει, η Αλληλεγγύη, υπό τα ανωτέρω βασικά χαρακτηριστικά, συνιστά θεμελιώδη αρχή και αξία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού υφ όλες του τις εκφάνσεις, ιδίως δε υπό την έκφανση του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Και τούτο διότι, ακόμη και κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αλληλεγγύη αποτελεί αφενός γενική αρχή, η οποία θεσπίζεται σε όλα τα προοίμια των διαδοχικών Ευρωπαϊκών Συνθηκών, αρχής γενομένης από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα του 1951, που συμπεριέλαβε την αρχή της Αλληλεγγύης όπως την είχε διατυπώσει ένας από τους πατέρες του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ο Ρομπέρ Σουμάν, στην διακήρυξή του του 1950. Και, αφετέρου, αντικείμενο νομικής ρύθμισης από πλειάδα διατάξεων -υπερβαίνουν τις δεκαπέντε- του δικαίου των Συνθηκών της Ευρώπης, ήτοι του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. 

3. Η Ειρήνη.
Τρίτον την Ειρήνη. Κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, η πραγμάτωση των επιταγών του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης υπό την κατά τα ανωτέρω έννοιά τους προϋποθέτει, ανυπερθέτως, την Ειρήνη, όχι μόνον ως πρωταρχική επιδίωξη αλλά και ως ενδιάθετη στάση ζωής. Με την έννοια ότι η εκ μέρους του Ανθρώπου οικειοθελής τήρηση της συμπεριφοράς εκείνης που ανταποκρίνεται στα κελεύσματα της Ειρήνης τον οδηγεί στην κατάκτηση του τελικού προορισμού του, ήτοι στην ομοίωση προς τον Δημιουργό του. Αυτή την πτυχή της Χριστιανικής Διδασκαλίας αποδίδει, με έξοχο «δωρικό» τρόπο, ο Μακαρισμός του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». 

4. Η Δικαιοσύνη. 
Και, τέταρτον, την Δικαιοσύνη. Βεβαίως η Δικαιοσύνη, ως θεμελιώδης νομική γενική αρχή, έχει τις ρίζες της -με αφετηρία την Αριστοτελική φιλοσοφία- στην Αρχαία Ελλάδα και, εν συνεχεία, στην Αρχαία Ρώμη. 
α) Όμως η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία «Δικαιοσύνη» υπερβαίνει, όπως ήδη εκτέθηκε, το κανονιστικώς «δέον» και μετατρέπεται σε καθημερινή συμπεριφορά, την οποία ο Άνθρωπος οφείλει να τηρεί πέρα και έξω από την θεσμική υποχρέωση που του επιβάλλει η κείμενη νομοθεσία. Η Πέμπτη Ωδή (Προσευχή Ησαΐου του Προφήτου, ΚΣΤ, 9), που από την Παλαιά ενσωματώθηκε στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Χριστιανικής Διδασκαλίας, αποδίδει με άκρως αντιπροσωπευτικό τρόπο αυτή την έννοια της αρχής της Δικαιοσύνης: «Δικαιοσύνην μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης». 
β) Συνδυαζόμενη δε, κατ’ ανάγκην, με την αρχή της Αλληλεγγύης, η Δικαιοσύνη, πάντα κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, με στήριγμα και την αναλογική ισότητα οδηγεί στην διαμόρφωση της αρχής της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η Κοινωνική Δικαιοσύνη -όπως και η αρχή της Αλληλεγγύης κατά τα ανωτέρω- κατέχει την σημερινή της κορυφαία θέση στο πλαίσιο του όλου -και όχι μόνο του νομικού- Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. 

Οι τρεις πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, δηλαδή το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, η θεσμική κληρονομιά της Αρχαίας Ρώμης και η Χριστιανική Διδασκαλία, σηματοδοτούν και το ιστορικό οδοιπορικό του ως την σημερινή του κατάληξη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο Αθήνα, Ρώμη και Ιερουσαλήμ προσδιορίζουν τους τρεις ιστορικούς σταθμούς, καθένας από τους οποίους εκπροσωπεί και μια «μεγαλιθική» αντηρίδα στήριξης του όλου Πολιτισμικού Οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως οι τρεις πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, με βάση την ιστορική τους ιδιοσυστασία, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του Ιανού. Κι αυτό γιατί δεν περιορίζονται να φωτίσουν την διαδρομή του παρελθόντος τους αλλά, όλως αντιθέτως, δείχνουν σταθερά το μέλλον στο οποίο προσβλέπουν, με την έννοια ότι αν η μελλοντική τους πορεία ανακοπεί τότε η δημιουργία τους θα περιορισθεί σε ένα ιστορικό απολίθωμα, καταδικασμένο στην αδήριτη φθορά. Κάπως έτσι οι τρεις πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού δείχνουν και το χρέος κάθε Ευρωπαϊκού Λαού αλλά και κάθε Ευρωπαίου Πολίτη ως προς το μέλλον του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος: Ή η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υπερασπισθεί, στο ακέραιο, τις αρχές και τις αξίες του Πολιτισμού της, οι οποίες διασφαλίζουν την φυσιογνωμία της, την συνοχή της και την σταθερή πορεία της προς τον τελικό της προορισμό, ήτοι την ομοσπονδιακή ενοποίησή της. Ή, στην αντίθετη περίπτωση, θα περιέλθει σε μια κατάσταση ληθάργου και μαρασμού -θεσμικού, πολιτικού και πολιτισμικού, συνακόλουθα δε οικονομικού και αναπτυξιακού- που θα σημάνει το άδοξο και άδικο τέλος της. Μπροστά σε αυτή την υπαρξιακή, κυριολεκτικώς, επιλογή, κάθε Ευρωπαϊκός Λαός και κάθε Ευρωπαίος Πολίτης οφείλουν να αναλογισθούν ότι η υπεράσπιση μιας σταθερής και αποτελεσματικής ενωμένης Ευρώπης δεν αφορά μόνο «τα του οίκου μας». Γιατί, όπως αποδεικνύουν πρωτίστως οι ταραγμένοι καιροί μας, ο ρόλος της Ευρώπης, με τα χαρακτηριστικά που προεκτέθηκαν, είναι παγκόσμιος. Καμιά άλλη δύναμη στον Πλανήτη δεν διαθέτει την δύναμη να υπερασπισθεί καλύτερα τα ιδεώδη του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης από την Ευρώπη της Ιστορίας και του Πολιτισμού, που έχει πλήρη συναίσθηση ταυτοχρόνως της παρακαταθήκης του παρελθόντος της και, κυρίως, των προκλήσεων του μέλλοντός της. 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.