Ο «πάγος» που βάζει ο επικείμενος ανασχηματισμός σε κάθε κυβερνητική δραστηριότητα παγώνει και κάθε άμεση κίνηση σε ό,τι αφορά τα νέα μέτρα για την πανδημία και την εμβολιαστική εκστρατεία. Στο Μαξίμου όμως γνωρίζουν ότι πολύ σύντομα θα κληθούν να διαχειριστούν ένα νέο, κοινωνικό και πολιτικό, «τείχος» που φαίνεται να συγκροτεί πια ο σκληρός πυρήνας των αντιεμβολιαστών.

Παρά την επιβολή του άτυπου lockdown στους ανεμβολίαστους και την, ανοιχτή πάντα, «απειλή» επέκτασης της υποχρεωτικότητας, οι αριθμοί και τα ποσοστά δεν δείχνουν δυναμική αναστροφής της τάσης και δημιουργίας εμβολιαστικού «ρεύματος». Το ποσοστό του ενήλικου εμβολιασμένου πληθυσμού στην Ελλάδα παραμένει στο 57% και πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, παρ’ ότι μετά τον Δεκαπενταύγουστο καταγράφεται μια αύξηση στα ραντεβού, ο ρυθμός της δεν προδιαγράφει θεαματικά αποτελέσματα – και δη μέσα στον επόμενο μήνα, όπως έχει θέσει ως στόχο η κυβέρνηση προκειμένου να αποτραπεί ένα σφοδρό τέταρτο κύμα της πανδημίας από τον Οκτώβριο. Αντιθέτως, οι – σχετικά έστω – πρόθυμοι για εμβολιασμό φαίνονται πλέον να χτυπούν «οροφή» και το πιο αισιόδοξο σενάριο δείχνει ότι η εμβολιαστική κάλυψη μετά βίας μπορεί να φθάσει στο 70%.

Το μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι πως οι απρόθυμοι να εμβολιαστούν δείχνουν να συσπειρώνονται πια σε μια κοινωνική ομάδα με βαθιά άρνηση, που υπερβαίνει το υγειονομικό ζήτημα και έχει σκληρά πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Οι νέες συγκεντρώσεις των αντιεμαβολιαστών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είχαν έντονο δεξιό και εθνικοπατριωτικό χρώμα. Και, παρά τις προσπάθειες φιλοκυβερνητικών αρθρογράφων να τις συνδέσουν με την αριστερά, διαμορφώνουν έναν σκληρό κοινωνικό – και εκλογικό – πυρήνα με τον οποία δύσκολα θα επιλέξει να συγκρουστεί μετωπικά η κυβέρνηση.

Η δημοσκόπηση επίσης της Κάπα Research για το Εθνος αποτυπώνει έναν νέο και σχεδόν κάθετο διαχωρισμό της ελληνικής κοινωνίας. Οι αντιεμβολιαστές  αμφισβητούν θεσμούς όπως η κυβέρνηση, η εκκλησία, τα ΜΜΕ, το εκπαιδευτικό σύστημα.  Δείχνουν εμπιστοσύνη – σε μεγάλο ποσοστό – στον «Στρατό» σε επίπεδο θεσμού, ενώ -παραδόξως-  δεύτερος θεσμός που κερδίζει την εμπιστοσύνη τους είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Για τους “αρνητές” του εμβολίου επίσης, ο αντιεμβολιασμός έχει χαρακτήρα ευρύτερης κοινωνικής στάσης και συμπεριφοράς. Και για την συγκεκριμένη ομάδα, η κρίση της πανδημίας είναι περισσότερο οικονομική και όχι υγειονομική.

Εδώ, είναι ενδεικτική και η κάθετη στάση τους σε ό,τι αφορά την άρνηση για εμβολιασμό, ακόμη κι εάν επεκταθούν τα περιοριστικά μέτρα ή αποκτήσει καθολικότητα ο υποχρεωτικός εμβολιασμός.

Στο ερώτημα  «εάν τα περιοριστικά μέτρα για τους ανεμβολίαστους γίνουν πιο αυστηρά, εσείς θα σκεφτείτε να κάνετε το εμβόλιο;» το 85% απαντά «όχι» και «μάλλον όχι», ενώ «ναι» και «μάλλον ναι» απαντά το 7%.

Στο ερώτημα επίσης «και εάν ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού γίνει υποχρεωτικός, εσείς θα κάνετε το εμβόλιο;» το 66% απαντά «όχι» και το 12% «μάλλον όχι», ενώ «μάλλον ναι» απαντά το 8%.

Με αυτά τα δεδομένα, στο Μαξίμου μετρούν ξανά και ξανά τις δύσκολες ισορροπίες ανάμεσα στην απειλή ενός σαρωτικού τέταρτου κύματος της πανδημίας και το πολιτικό κόστος της μετωπικής σύγκρουσης με το «τείχος» των αντιεμβολιαστών.

Εχοντας αυτά τα δεδομένα υπ’ όψιν του, ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος προφανώς δεν έβαλε τυχαία «πάγο» στα σενάρια για – άμεση τουλάχιστον – επέκταση των υποχρεωτικών εμβολιασμών.

Υπάρχουν προτάσεις, είπε χθες το βράδυ στην ΕΡΤ, για την επέκταση της υποχρεωτικότητας, αλλά «δεν είναι της παρούσης»…