Την πρώτη φορά είμασταν απλώς τυχεροί. Η πανδημία ήρθε εδώ αργά, όπως σε όλα τα Βαλκάνια, όταν ήδη οι φοβερές εικόνες της Ιταλίας είχαν εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση. Το εθνικό σύστημα υγείας ήταν απροετοίμαστο και η διάθεση της κυβέρνησης μέχρι τότε ήταν να το αποδυναμώσει προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αλλά η πραγματικότητα ανέτρεψε τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Μας έκλεισαν μέσα γιατί ήξεραν ότι οι ΜΕΘ είναι ελάχιστες, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ισχυρίζονταν πως έπρεπε να προλάβουν να διορθώσουν άρον-άρον τα πράγματα στα δημόσια νοσοκομεία. Ο θάνατος, όταν υπάρχουν κυβερνητικές ευθύνες, έχει πολιτικό κόστος. Φυσικά, ούτε διανοήθηκαν την επίταξη ΜΕΘ ιδιωτικών κλινικών – είναι το τελευταίο που θα έκαναν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έπαιξε» το χαρτί του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα θέλοντας με την πραότητα και την κατάρτισή να δράσει καθησυχαστικά για τους πολίτες. Παρά τις αντιφάσεις – επιστημονικές και λογικές – ο Σωτήρης Τσιόδρας ενέπνευσε αρχικά σε πολλούς εμπιστοσύνη και η δημοτικότητα Κ. Μητσοτάκη εκτινάχθηκε χάρη σε έναν καλολαδωμένο προπαγανδιστικό μηχανισμό.
Με αυτόν τον μηχανισμό κατάφερε να πείσει πολλούς ότι χάρη στις ηγετικές του ικανότητες η χώρα είχε μια καλή επίδοση στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Λόγω της πρωτόγνωρης καραντίνας υπήρξε συσπείρωση γύρω από το κράτος, ως εν δυνάμει φορέα σταθερότητας και αυτό ενίσχυσε την επιρροή της κυβέρνησης.
Πέρασαν μήνες αυταρέσκειας και αλλοπρόσαλλης διαχείρισης: Από το άνευ όρων άνοιγμα του τουρισμού μέχρι την πεισματική άρνηση για συνταγογράφηση των τεστ δεν έκαναν τίποτα σωστά. Τα μέτρα ήταν σπασμωδικά και πάντα εκ των υστέρων. Αγνοούσαν τις εισηγήσεις της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, παίρνοντας αποφάσεις με ψηφοθηρικά κριτήρια και σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας: Ποτέ δεν εξηγούν, δεν λογοδοτούν, δεν απολογούνται. Ούτε για το πλήθος οικονομικών σκανδάλων που συνόδευαν τις περισσότερες αποφάσεις τους με απευθείας αναθέσεις και κωμικοτραγικά λάθη. Ούτε για τα ανεπαρκή και αναποτελεσματικά οικονομικά μέτρα που έχουν οδηγήσει σε απόγνωση πολλούς εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
Ύστερα ήρθε το δεύτερο κύμα. Και οι μάσκες έπεσαν. Καταλάβαμε με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις της -ιδεολογικά φορτισμένης- αδράνειάς τους: Δεν ενίσχυσαν οικονομικά το σύστημα υγείας, δεν έκαναν μόνιμες προσλήψεις προσωπικού, δεν ανταποκρίθηκαν σε κανένα από τα αιτήματα των εργαζομένων στα νοσοκομεία που έχουν εξουθενωθει. Ανάλογες καταστάσεις με τεράστιες ελλείψεις και απουσία σχεδιασμού και στην Παιδεία και στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Χρησιμοποίησαν τους υγειονομικούς ως αναλώσιμους ήρωες για συγκυριακούς επικοινωνιακούς λόγους και μετά τους ξέχασαν και τους άφησαν στην τύχη τους. Οπως όλους μέσω του δόγματος της «ατομικής ευθύνης». Όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες έχουν ζαλιστεί από αλλεπάλληλες ανακοινώσεις που λίγο μετά αναιρούνται, διαψεύσεις που σύντομα καταρρέουν, εξαγγελίες που τελικά δεν ισχύουν. Μπερδεύονται και την ίδια αγωνιούν μήπως αρρωστήσουν, μήπως χάσουν τη δουλειά μας, βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται.
Αλλά δεν τους νοιάζει. Γιατί στην καραντίνα οι άνθρωποι γίνονται πιο ευάλωτοι στη χειραγώγηση. Οσο περιορίζεται η ελευθερία τόσο εξασθενούν οι άμυνες. Οσο συρρικνώνεται η δραστηριότητα τόσο υποχωρεί η σκέψη. Μέσα στην πλήξη και στον τρόμο μπορεί πιο εύκολα κανείς να καταναλώσει ψέματα και φρούδες ελπίδες.
Οι πολίτες θα κλειστούν πάλι μέσα και στόχος είναι να αγαπήσουν το κελί τους και να μη διαβάζουν πολύ.