Κεραυνοί Παυλόπουλου για τα δις των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα

ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΑΣΚΑ

Κεραυνούς εξαπέλυσε ο τ.Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Προκόπης Παυλόπουλος για τις γερμανικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις τονίζοντας με νομικά επιχειρήματα στηριζόμενα σε γεγονότα και διεθνείς συμβάσεις-διεθνές δίκαιο ότι η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί στο ελάχιστο από αυτές.
Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και θα αναγκάσει τη Γερμανία να πάψει να αλληθωρίζει προς την τουρκία θεωρώντας αδύναμη και δεδομένη την Ελλάδα στα πλαίσια της(θεωρητικής) κυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη.
ΟΙ γερμανικές επανορθώσεις δεν είναι ζήτημα διμερές,ούτε “παίξε-γέλασε” για την Γερμανία και τη συνοχή της Ευρώπης και η Ελλάδα δεν είναι η μόνη που έχει τέτοιες απαιτήσεις,αφού Πολωνία και πρώην δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας έχουν επίσης τεράστιες απαιτήσεις.
Ενδεικτικό της τεράστιας σημασίας είναι ότι όταν ο Σόϊμπλε προσπαθούσε να ισοπεδώσει την Ελλάδα προς παραδειγματισμό και να επιβάλλει τη γερμανική κυριαρχία έσπευσε η γαλλική κυβέρνηση για του προέδρου των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της(ΣΟΕ) να παρέμβει με χαστούκι οδυνηρότατο για τη Γερμανία.

Ο κ.Ντελπά ανακοίνωσε( L’ECHO) ότι κατά τους υπολογισμούς του γαλλικού συμβουλίου η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα 575 δισεκατομμύρια ευρώ.
Απο εκείνη τη στιγμή οι γερμανοί πολιτικοί κατάπιαν κάθε αναφορά σε ανοικοκύρευτοπυς και μπαταχτσήδες και τεμπέληδες Ελληνες.
Οι ελληνικές απαιτήσεις και το γεγονός ότι στηρίζονται απο όλες τις ευρωπαϊκές συνθήκες ,όπως και άλλων ευρωπαϊκών κρατών είναι καταλυτικό για τα όσα συμβαίνουν σήμερα στα ελληνοτουρκικά.
Η Γερμανία δεν έχει απολύτως κανένα περιθώριο για παρασκηνιακά κόλπα με την Τουρκία,αλλά είναι μονόδρομος η στήριξη της Ελλάδας και των συνόρων της που είναι σύνορα της Ευρωπαϊκής ενωσης γιατί διαφορετικά ανοίγει τον ασκό της διάλυσης,η οποία θα είναι καταστρεπτική πρώτα για την Γερμανία.
Μια απλή ανάγνωση όσων είπε ο τ.Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε περιλητπική απόδοση είναι αρκετή για να κατανοήσει κανείς ότι η Ελλάδα σε κάθε άλλο παρά ανίσχυρη θέση είναι και το ίδιο και η Γαλλία έναντι της Γερμανίας και της Τουρκίας.

Ο κ.Παυλόπουλος μιλώντας στην Διαδικτυακή Εκδήλωση για την 77 η
Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Βιάννου, με θέμα: «Οι απαιτήσεις της
Ελλάδας κατά της Γερμανίας για το κατοχικό δάνειο και για τις επανορθώσεις
των ζημιών της ναζιστικής θηριωδίας» επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς
διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:
Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθη
υποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο-
μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς
συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από
νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα, η αντίστοιχη εκ της
συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι
αδικοπρακτικής- προέλευσης.
1. Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν
από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι
τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
2. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα
παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως
σήμερα. Ας σημειωθεί, ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο
περισσότερο ισχυρή, όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει
ήδη από την κατοχική περίοδο.
Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και
υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.

2

1. Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των
Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων
αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως
δε επισημαίνεται μ’ έμφαση, ότι το 1953, με την Συμφωνία του
Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω
πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως»
φαίνεται να διατείνεται.

α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της
Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του
Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των
Δυνάμεων, που νίκησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται
νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (lato sensu), σχετικά
με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε
θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής
της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το διεθνές δίκαιο
απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση
συναφών υποχρεώσεων.
β) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε
το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία
απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία.
Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4»
μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και
Αγγλίας.
γ) Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει
αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν
γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του
«Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η
προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο
διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο
«Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα,
απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο.

3

δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά
και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα
από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή
νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
2. Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών
απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις
διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι
οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του
Πολέμου.

α) Κατά τις διατάξεις αυτές, «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας
διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις
αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας
διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της
στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων
46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην
ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης
του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου
του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του
Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλες αυτές τις αρχές
επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού
Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
β) Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως
το 1965 ο τότε Καγκελάριος Λούτβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε
μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
Γ. Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις
οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι
πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα
θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες.
1. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν
γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις
διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της

4

Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική
απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιδοτικό Forum, με βάση το
σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου. Η
θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια,
αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον,
καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής
Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου
(Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα
παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου,
προτρέπει, «expressis verbis», την Γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί
την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης.
2. Και κατά τούτο, μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019
απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως
τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και
μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την
προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, για την
οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς, ως προς τις αξιώσεις της
Ελλάδας αναφορικά με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές
αποζημιώσεις. Η προαναφερόμενη άρνηση της Γερμανικής
Κυβέρνησης, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως
τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς
αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την
Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Νομιμότητα. Η Ελλάδα δεν αποδέχεται την
άρνηση αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω,
δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι
μόνο- επιχειρήματά της».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.