Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Τουρκία εγκαινίασε μια συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Σκοπός αυτής της τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας ήταν και είναι η μεταβολή του εδαφικού status quo, που προβλέπεται σε διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, καθώς και του νομικού καθεστώτος στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και δη το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS).
Η έναρξη της πολιτικής αυτής, η οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, που διαρκεί μέχρι σήμερα, σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, το 1973 και της πρώτης αμφισβήτησης του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου, το 1975.
Η τουρκική πολιτική αυτή κατά της Ελλάδας συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατοχή του βόρειου τμήματός της (Ιούλιος 1974), που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με καθοριστικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών και στην επαύξηση της έντασης.
Έκτοτε η Τουρκία άρχισε να πλέκει έναν καμβά συνεχώς αυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που έφεραν τις δύο χώρες ακόμη και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996).
Με άξονα τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (1973), και την κρίση που επακολούθησε φέρνοντας τις δύο χώρες σε έντονη αντιπαράθεση, της οποίας επιλήφθηκε τελικώς, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία άρχισε, σταδιακά, να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική των αυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που σταδιακά περιέλαβε:
• αμφισβήτηση του νομίμου και κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας, με απειλή πολέμου (casus belli), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας και όπως έχει πράξει το σύνολο σχεδόν των παράκτιων κρατών της διεθνούς κοινότητας, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης (σε Εύξεινο Πόντο και Ανατολική Μεσόγειο),
• αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη,
• αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών και παραβίασή της ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων περιοχών,
• αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO, και η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας,
• αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης και
• απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Τις προαναφερόμενες αμφισβητήσεις, η Τουρκία προωθεί στην πράξη με μεθόδους και πρακτικές που αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (απειλή πολέμου, βίαιες παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου που πραγματοποιεί ακόμα και με οπλισμένα μαχητικά αεροσκάφη και μάλιστα υπεράνω κατοικημένων νησιών κλπ.).
Πώς απαντά η Ελλάδα στην τουρκική στάση; Η Ελλάδα είναι αυστηρώς προσηλωμένη στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με τις εξαίρεσεις που ρητά ορίζονται στο κείμενο αυτής, ενώ έχει κυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας ( UNCLOS 1982). Με δήλωσή της το 2015 εξαίρεσε από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Σύμβασης τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών, σύμφωνα με το άρθρο 298 αυτής (η δήλωση ανευρίσκεται στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο του θεματοφύλακα της Σύμβασης)
Η Ελλάδα επιδιώκει, στο πλαίσιο αυτό, να επιλύσει τη μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας.
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επιτελεί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η Ελλάδα αποτελεί συνεπή και ειλικρινή υποστηρικτή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, γιατί θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταλύτης για την περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη και πιστεύει ότι η ένταξη της Τουρκίας, αφού εκπληρωθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που τέθηκαν από την Ε.Ε., θα είναι επωφελής για την ίδια, την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.
Θεμελιώδης προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι η έγκαιρη πλήρωση των ενταξιακών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ειρηνική επίλυση των διαφορών, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον χρειασθεί, έχει αναχθεί σε βασικό κριτήριο, προαπαιτούμενο και προτεραιότητα στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας και αποτυπώνεται στα θεμελιώδη ενταξιακά κείμενα (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, Εταιρική Σχέση), αλλά και στη Στρατηγική για τη Διεύρυνση, στις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου, σε Συμπεράσματα του Συμβουλίου και σε άλλα επίσημα κείμενα της ΕΕ.
Πέραν τούτου, η Τουρκία, στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας, οφείλει να εκπληρώσει διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της όσον αφορά το σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο σεβασμό, από την Τουρκία, των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Παρά κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, που έχει πραγματοποιήσει η Τουρκία σε σχέση με την ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη και στην Ίμβρο και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Άγκυρα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια παρωχημένη λογική αμοιβαιότητας, που δεν ερείδεται επί του διεθνούς δικαίου. Συγκεκριμένα, η Τουρκία εξακολουθεί να συνδέει τις υποχρεώσεις της, όσον αφορά το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών της, με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη.
Η Ελληνική Πολιτεία, πέραν της πλήρους και έμπρακτης συμμόρφωσης με τις ειδικότερες προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου εν γένει, σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των τριών συνιστωσών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και επιφυλάσσει στους Έλληνες πολίτες, μέλη της μειονότητας, πλήρη ισονομία και ισοπολιτεία. Αφουγκραζόμενη τις επιθυμίες των Ελλήνων μουσουλμάνων, που κατοικούν στη Θράκη, και διαβουλευόμενη μαζί τους, σχεδιάζει και εφαρμόζει μία συνεπή και συνεκτική πολιτική για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αναγκών τους σε όλους τους τομείς.
Οι τουρκικές απόπειρες σφετερισμού της ταυτότητας της μειονότητας και ισοπέδωσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας αντιστρατεύονται το διεθνές δίκαιο και καταλήγουν σε παραβίαση των δικαιωμάτων των μελών της μειονότητας. Την καλύτερη και ηχηρότερη απάντηση στις απόπειρες αυτές δίνει η ίδια η μειονότητα, με την ενεργή και γόνιμη συνεισφορά της στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας.
Η εξομάλυνση και βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πέραν της σημασίας της στο διμερές επίπεδο, αποτελεί, επίσης, σημαντικό παράγοντα για τη σταθερότητα της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στο σεβασμό της αρχής της καλής γειτονίας –που αποτελεί, εξ άλλου, πυλώνα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης–, και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εμπέδωση και θεμελίωσή της.
Αποτελεί σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας η μετατροπή της ελληνοτουρκικής σχέσης από αντιπαραθετική σε συνεργατική. Γι’ αυτό και τείνει χείρα φιλίας στην Τουρκία, καλώντας την να συνεργασθεί, με πνεύμα συναινετικό και εποικοδομητικό, όπως αρμόζει σε γείτονες, για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.