Οι Ελληνοτουρκικές διαφορές αποτελούν ένα διαχρονικό πρόβλημα με σταθερά αυξανόμενη ένταση στα χρόνια της μεταπολίτευσης εξαιτίας των αναβαθμισμένων τουρκικών προκλήσεων-διεκδικήσεων, παρά την κατά διαστήματα ύφεση-εκτόνωση εξαιτίας κυρίως των ελληνικών υποχωρήσεων. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία ανέδειξε την αποφασιστικότητα της Τουρκίας στην υποστήριξη των ζωτικών συμφερόντων της και την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεών της να εκτελέσουν με επιτυχία μια τέτοια επιχείρηση, έμελλε να αποτελέσει το κυρίαρχο γεγονός πάνω στο οποίο διαμορφώθηκαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Η Τουρκία με τον αέρα του νικητή ήγειρε αξιώσεις και στο Αιγαίο και η Ελλάδα πάντα υπό τον φόβο μιας νέας τουρκικής επιχείρησης, αυτή την φορά στο Αιγαίο, επέλεγε τον κατευνασμό. Όλες οι συμφωνίες αποκλιμάκωσης της έντασης που έχουν γίνει καθ’όλο αυτό το διάστημα εμπεριέχουν στοιχεία εξυπηρέτησης των στόχων της, με παραίτησή μας από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η κρίση των Ιμίων του 1996, στην οποία η Τουρκία μάς υπενθύμισε την αποφασιστικότητά της και την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεών της, λειτούργησε ουσιαστικά ως εργαλείο συντήρησης αυτού του πλαισίου πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 1974 μέχρι σήμερα.
Στην βάση αυτού του πλαισίου εντάσσεται και η τελευταία κρίση με την απόφαση της Τουρκίας να προβεί σε γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, αγνοώντας το διεθνές δίκαιο και τις προτροπές της διεθνούς κοινότητας. Αυτό, όμως, που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι κανείς στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν πιστεύει πως οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα δράσουν για να αποτρέψουν την δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, η υποστήριξη των οποίων αποτελεί ζωτικό συμφέρον για την Ελλάδα. Όλοι περιμένουν την άσκηση πίεσης ή και δράση των ΗΠΑ, της Γαλλίας και του Ισραήλ. Το ερώτημα είναι εάν η άποψη αυτή βασίζεται στην απουσία σχετικής πολιτικής βούλησης ή/και στην αντικειμενική αδυναμία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων να εκτελέσουν με επιτυχία μια τέτοια αποστολή.
Σε κάθε περίπτωση, η ενέργεια των Τούρκων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας δείχνει ξεκάθαρα πως η αποτροπή έχει χαθεί. Ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ, λόγω της αδυναμίας υποστήριξης του δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου με βάση τα διατιθέμενα μέσα και τον υφιστάμενο στρατηγικό σχεδιασμό. Ζήτημα αποτελεσματικής, όμως, αποτροπής δεν τίθεται στην υποστήριξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων μόνο της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας στο Αιγαίο. Οι καθημερινές παραβάσεις του FIR Αθηνών και οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου με πτήσεις οπλισμένων τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών ακόμη και πάνω από ελληνικά νησιά, οι βόλτες των τουρκικών πολεμικών πλοίων στα χωρικά μας ύδατα εντός των οποίων εκτελέσθηκε ακόμη και βολή στο πλαίσιο άσκησης, ενέργειες τύπου Ίμια, δηλώσεις περί αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης, η μη οριοθέτηση της ΑΟΖ ακόμη και νοτίως της Κρήτης εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων, ένα ζήτημα μεγάλου στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, και η μη επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας με βάση το δίκαιο της θάλασσας, λόγω της απειλής πολέμου, δηλώνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως ένα τμήμα της αποτροπής έχει χαθεί.
Υπάρχει τρόπος αναβάθμισης της αποτροπής σήμερα; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψη, πέρα των άλλων, πως ειδικά για την Κύπρο, η απόκτηση των μέσων που απαιτούνται για να έρθει πιο «κοντά» στην Ελλάδα ώστε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου, πέρα από συμβολισμούς, να αποκτήσει περιεχόμενο κι ουσία και να δρα αποτρεπτικά, που είναι το ζητούμενο, δεν είναι εφικτή στο ορατό μέλλον με βάση τα δημοσιονομικά της χώρας.
Η αποτροπή μπορεί να αναβαθμιστεί και να γίνει αποτελεσματική με την υιοθέτηση του δόγματος ολοκληρωτικού πολέμου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση εξασφάλισης της απαιτούμενης πολιτικής βούλησης και αλλαγής στον στρατηγικό σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στο δόγμα του ολοκληρωτικού πολέμου θα πρέπει η Ελλάδα να δηλώσει προς κάθε κατεύθυνση πως δεν θα επιτρέψει καμιά ενέργεια σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου και, σε περίπτωση εμπλοκής ενόπλων δυνάμεων, θα απαντήσει με ολοκληρωτικό πόλεμο.
Δεν αρκεί, όμως, η δήλωση για να εξασφαλιστεί η επιζητούμενη αποτροπή, η αποτελεσματικότητα της οποίας προϋποθέτει να πειστεί η Τουρκία: Πρώτον, πως είμαστε αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο τα εθνικά μας συμφέροντα (αξιοπιστία) και, δεύτερον, τυχόν ενέργεια σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων θα έχει κόστος δυσανάλογο των όποιων επιδιωκόμενων οφελών (απειλή).
Το ζήτημα είναι ότι η αποτίμηση του κόστους και του οφέλους εμπεριέχει υποκειμενικότητα. Σημασία δηλαδή έχει το κόστος που απορρέει από την απειλή που η Ελλάδα προβάλει, να αποτιμάται, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, από την Τουρκία (κι όχι από την Ελλάδα) ως δυσανάλογο των όποιων οφελών επιδιώκει να αποκομίσει αν επιλέξει μια επιθετική ενέργεια εναντίον της Ελλάδας. Μόνο τότε η προβαλλόμενη απειλή συνιστά αποτροπή.
Πριν από ένα περίπου χρόνο ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φρόντισε να μας ενημερώσει σχετικά, χρησιμοποιώντας ένα απόφθεγμα από την επιστολή του Σοκολού Μεχμέτ Πασά προς τον Πρέσβυ της Βενετίας το 1573, ήτοι δύο χρόνια μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου: «Εμείς με την κατάληψη της Κύπρου σας κόψαμε το χέρι, ενώ εσείς με τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου μας ξυρίσατε απλά τα γένια. Το χέρι που κόβεται δεν επανέρχεται αλλά τα γένια που ξυρίζονται γίνονται πυκνότερα». Αποτελεσματική, λοιπόν, αποτροπή σημαίνει απειλή εδαφικού ακρωτηριασμού.
Μπορεί να υπάρξει τέτοια απειλή; Ναι, μόνο στην Θράκη. Η απειλή έχει δύο χαρακτηριστικά, δυνατότητες και πρόθεση. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο χαρακτηριστικό και ας εξετάσουμε εάν μπορούμε να διαμορφώσουμε μια τέτοια δυνατότητα. Έχουμε τα καλύτερα άρματα (LEO 2 HEL) και τα καλύτερα επιθετικά ελικόπτερα (Apache) στον κόσμο, και ισχυρό πυροβολικό ικανό να υποστηρίξει μια τέτοια επιχείρηση, τα οποία με μεγάλες θυσίες πλήρωσε ο ελληνικός λαός. Αυτό που χρειάζεται για να υπάρξει μια αξιόλογη και ουσιαστική απειλή, είναι η αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού.
Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής, είμαστε ταγμένοι αμυντικά στον Έβρο εδώ και πενήντα περίπου χρόνια. Δεν υπάρχει άλλος στρατός, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο, σε αυτή την κατάσταση. Το τέταρτο Σώμα Στρατού (Δ´ ΣΣ) το οποίο έχει την ευθύνη της άμυνας στην Θράκη, πρέπει να μετασχηματιστεί σε έναν ακόμη πιο ευέλικτο, με λιγότερα ενδιάμεσα επίπεδα διοίκησης, άριστα εκπαιδευμένο μείζονα σχηματισμό, να απεμπλακεί από την φύλαξη συνόρων (η φύλαξη συνόρων στην ειρήνη δεν είναι δουλειά του στρατού), να συγκεντρωθεί στα στρατόπεδα και να ασχολείται μέρα-νύκτα μόνο με την εκπαίδευση και την συντήρηση των μέσων, με έμφαση στην (βιαία) διάβαση ποταμού. Η ετοιμότητα-δυνατότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων να διεξάγουν μια τέτοια επιχείρηση συνιστά για την Τουρκία σοβαρή απειλή. Σήμερα η Τουρκία έχει την απόλυτη πρωτοβουλία χωρίς να αντιμετωπίζει καμιά σοβαρή, όπως η ίδια αντιλαμβάνεται, απειλή.
Το άλλο χαρακτηριστικό της απειλής αφορά στην πρόθεση: Και εδώ περνάμε στην πολιτική βούληση. Η αλλαγή στάσης σε ό,τι αφορά στην απαραίτητη επίδειξη πολιτικής βούλησης υποστήριξης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με αποφασιστικότητα (αξιοπιστία απειλής) απαιτεί ένα συντονισμένο σχέδιο δράσης με στόχο την καταγγελία της τουρκικής επιθετικότητας σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και ταυτόχρονη ενημέρωσή τους πως η Ελλάδα θα υπερασπίσει με αποφασιστικότητα τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Θα πρέπει να καταστεί γνωστό σε όλους πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να συρθεί σε έναν περιορισμένο πόλεμο (σημειακή κρίση), μια τουρκική επιχείρηση κατάληψης κάποιας νήσου του Αιγαίου ή στην Κύπρο, όπου η Τουρκία διατηρεί το πλεονέκτημα (σχετική ανάλυση δεν μπορεί να παρουσιαστεί εδώ λόγω οικονομίας χώρου), αλλά η όποια επιθετική ενέργεια από τον Έβρο έως το ακριτικό Καστελόριζο (στην ΑΟΖ του οποίου πολύ πιθανόν την επόμενη φορά να βρεθεί ο «Πορθητής» ) και την Κύπρο θα αντιμετωπιστεί με ολοκληρωτικό πόλεμο. Η δράση αυτή, σε συνδυασμό με την αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού, πέραν των άλλων θα στείλει μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση πως η Ελλάδα επιδιώκει την εξασφάλιση εξωτερικής νομιμοποίησης για ενέργειες υποστήριξης των εθνικών της συμφερόντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ταυτόχρονα, με δεδομένο πως πλέον η Τουρκία παρουσιάζεται ανοικτά ως αναθεωρητική δύναμη που αμφισβητεί την Συνθήκη της Λωζάννης, διεκδικεί ελληνικά νησιά, εκτοξεύει συνεχώς απειλές δια στόματος της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της για χρήση στρατιωτικής δύναμης, διατηρεί πολεμικές δυνάμεις, κατάλληλες (διάταξη-σύνθεση-μέσα) για την κατάληψη νήσων, οι οποίες διεξάγουν συνεχώς σχετικές αποβατικές ασκήσεις στο Αιγαίο και συνιστούν ευθεία απειλή κατά των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, με παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου και βολές πολεμικών πλοίων εντός της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, είναι ξεκάθαρο πως κάθε συγκέντρωση δυνάμεων για διεξαγωγή ασκήσεων στο Αιγαίο αποτελεί μια εν δυνάμει απειλή για την Ελλάδα. Να θυμίσω πως το 1974, όταν τα τουρκικά αποβατικά πλησίασαν τα παράλια της Κύπρου, όλοι θεωρούσαν πως πρόκειται για μια ακόμη άσκηση, μέχρι που άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές προς κάθε κατεύθυνση πως διατηρεί το δικαίωμα της προσβολής συγκεντρωμένων δυνάμεων -πολεμικής ετοιμότητας στο επίπεδο που να τις καθιστά ικανές να εκτοξεύσουν επίθεση- απέναντι από τα ελληνικά νησιά ως αμυντική ενέργεια σε επικείμενη επίθεση για την προστασία των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η προσπάθεια εξασφάλισης εξωτερικής νομιμοποίησης για μια τέτοια ενέργεια είναι βέβαιο πως θα λειτουργούσε στην κατεύθυνση ενίσχυσης της αποτροπής και περιορισμού των εντάσεων.
Οι παραπάνω αλλαγές σε ό,τι αφορά στον στρατηγικό σχεδιασμό και την πολιτική βούληση δεν σημαίνουν πως η Ελλάδα εγκαταλείπει την επιλογή της αμυντικής πολιτικής και ξαφνικά γίνεται μια χώρα με επιθετικές βλέψεις. Απλά, αποκτά την δυνατότητα, σε περίπτωση που δεχθεί οποιασδήποτε μορφής επίθεση από τον Έβρο μέχρι το Καστελόριζο και την Κύπρο, να αντιδράσει δυναμικά και να επιφέρει σοβαρό πλήγμα, τέτοιων διαστάσεων (εδαφικός ακρωτηριασμός), που το τίμημα για την Τουρκία να είναι δυσανάλογο των όποιων οφελών αποκομίσει από μια επιθετική ενέργεια. Είναι βέβαιο, πως αυτή η δυνατότητα θα συμβάλει αποφασιστικά στην αναβάθμιση της αποτροπής, που αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο για την υποστήριξη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από τον Έβρο μέχρι το Καστελόριζο και την Κύπρο χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε πόλεμο.
Είναι λογικό μια τέτοια πρόταση που αλλάζει όλη τη μέχρι σήμερα φιλοσοφία αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής να προκαλεί προβληματισμό, να αντιμετωπίζεται με σχετική επιφυλακτικότητα και φυσικά να γεννά ερωτήματα σε ό,τι αφορά στην δυνατότητα υλοποίησής της και στην αποτελεσματικότητά της. Θεωρώ, όμως, πως είναι μονόδρομος η προσαρμογή του Στρατηγικού Σχεδιασμού στο πλέον πιθανό, σήμερα, σενάριο, αυτό της προσβολής νήσου στο Αιγαίο και στην Κύπρο, αρκεί να συμφωνήσουμε πως δεν είναι δυνατόν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στον Έβρο να μείνουν αμέτοχες, ταγμένες σε άμυνα, περιμένοντας μια τουρκική επίθεση, την στιγμή που στο Αιγαίο και την Κύπρο θα διεξάγονται επιχειρήσεις. Η άμυνα, άλλωστε, αποτελεί προσωρινή κατάσταση, η οποία επιλέγεται λόγω αδυναμίας, με στόχο πάντα την δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάληψη επιθετικής δράσης σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς (On War). Από την στιγμή, όμως ,που ο εχθρός δεν θα επιτεθεί στην Θράκη αλλά στο νησιωτικό χώρο ή/και στην Κύπρο, είναι ξεκάθαρο πως η άμυνα δεν μπορεί να αποτελέσει επιλογή αποφασιστικού πλήγματος για την επίτευξη του πολιτικού σκοπού του πολέμου (υποστήριξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας-Κύπρου), ο οποίος σε περιορισμένη μορφή (λόγω επιλογής της Τουρκίας) θα έχει ξεκινήσει στο Αιγαίο ή/και στην Κύπρο. Στην περίπτωση αυτή, που αποτελεί το βασικό σήμερα σενάριο, η αντεπίθεση στην Θράκη, στο πλαίσιο του δόγματος ολοκληρωτικού πολέμου, είναι μονόδρομος και βασική επιλογή αποτελεσματικής αποτροπής. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως οι ένοπλες δυνάμεις στον Έβρο δεν θα μπορέσουν να εκτελέσουν επιχειρήσεις άμυνας, αν απαιτηθεί.
Ως αντίλογο εκείνων που μέσα από τις δικές τους αναλύσεις θεωρούν αδύνατη μια τέτοια επιχείρηση, αφού επικαλεστώ και πάλι τον Κλαούζεβιτς σύμφωνα με τον οποίο «… ο πόλεμος στηρίζεται σε ένα παιχνίδι δυνατοτήτων, πιθανοτήτων, καλοτυχιών και κακοτυχιών, όπου η αυστηρή λογική αναγωγή πολύ συχνά γίνεται ένα άχρηστο κι αναποτελεσματικό νοητικό εργαλείο» [1], παραθέτω το ακόλουθο ιστορικό γεγονός.
«Εγώ κύριε Πρόεδρε δεν καταγίνομαι με το χι συν ψι και τας γωνίας αποκλίσεως. Ξεύρω να πω ένα πράγμα. Καράβια άνευ ικανού εμψύχου υλικού, είναι μόλυβδος βαρύς βυθιζόμενος εντός ύδατος. Σας διαβεβαιώ ότι με τα καράβια που έχομε θα κάμουμε καλά την δουλειά μας». Ήταν η απάντηση του Αρχηγού Στόλου, Παύλου Κουντουριώτη, προς τον απογοητευμένο από τις αναλύσεις των επιτελών περί αναλογίας δυνάμεων, πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο που προήδρευε του Πολεμικού Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 1912. Η απάντηση αυτή ανακούφισε τον Βενιζέλο και τον οδήγησε με αισιοδοξία να λάβει την σημαντική για την Ελλάδα απόφαση να προχωρήσει η χώρα στον πόλεμο μαζί με τις άλλες βαλκανικές χώρες εναντίον της Τουρκίας. Αργότερα ο Βενιζέλος θα του στείλει την παρακάτω επιστολή: «Φίλτατε Ναύαρχε. Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες διά την νίκην σου αυτήν. Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον αποφασιστικότητά σου και την πίστιν σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όριά μας θα έμεναν οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος. Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην, Ελευθ. Κ. Βενιζέλος» [2].
Το ιστορικό, λοιπόν, αυτό γεγονός είναι η απάντηση σε όσους θεωρούν εξαιρετικά δύσκολη και παρακινδυνευμένη μια τέτοια αποστολή. Τίποτα στο πόλεμο δεν είναι εύκολο. «Κουντουριώτες» χρειάζονται που θα εμπνεύσουν και θα προετοιμάσουν-εκπαιδεύσουν κατάλληλα το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων για να μπορούν να δώσουν, με την ίδια αποφασιστικότητα, την ίδια απάντηση στην πολιτική ηγεσία εάν ποτέ χρειαστεί και κυρίως να πετύχουν τα ίδια με εκείνον αποτελέσματα στα πεδία των μαχών. Αυτός είναι ο ρόλος των ενόπλων δυνάμεων και των ηγετών τους. Για όποιον δεν μπορεί να ανταποκριθεί η παραίτηση είναι μονόδρομος. Καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σταθεί σε μια νέα ήττα. Ο Jean Lambert Alphonse Colin [3] υποστήριζε πως κανείς δεν πρέπει να γίνεται δεκτός στην ηγεσία του Στρατού εάν από την φύση του δεν κλίνει προς την επίθεση.
Και βέβαια, οφείλω να διευκρινίσω πως η πρόταση αλλαγής στρατηγικού σχεδιασμού με τη δημιουργία σοβαρής και αξιόπιστης απειλής στον Έβρο (με τις εκεί υπάρχουσες δυνάμεις) δεν επιφέρει καμία μεταβολή (αποδυνάμωση) στην άμυνα των νήσων και της Κύπρου. Αντίθετα, εκτιμώ πως υπάρχουν περιθώρια αναβάθμισης της άμυνας στον χώρο αυτό (Αιγαίο-Κύπρος) μέσω της μεταρρύθμισης (αναδιοργάνωσης) των ενόπλων δυνάμεων, και θεωρώ επιβεβλημένη την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων ενίσχυσης του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας μέσω της μέγιστης δυνατής διαθεσιμότητας των υφιστάμενων μέσων (ανταλλακτικά-συντήρηση) αλλά και της προμήθειας νέων στην βάση, πάντα, των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας.
Σήμερα ακούμε για πολλοστή φορά κάποιους να επισημαίνουν την ανάγκη σύγκλησης, στο πλαίσιο αντιμετώπισης των νέων τουρκικών προκλήσεων, του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ), του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) και του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον ΠτΔ. Τίποτα ουσιαστικό, όμως, δεν μπορούν να προσφέρουν χωρίς μια αποτελεσματική εθνική στρατηγική αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων, πέρα από εκθέσεις ιδεών όπως η επίδειξη «στρατηγικής ψυχραιμίας» και η επίκληση του διεθνούς δικαίου. Ανίκανοι να προστατεύσουμε μόνοι μας τα εθνικά μας συμφέροντα, βρήκαμε λύση στις ΗΠΑ, την Γαλλία και το Ισραήλ, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ελλάδα σε μια μεγάλη στρατιωτική βάση αμερικανικών και ισραηλινών δυνάμεων και, βέβαια, παραχωρώντας (σήμερα στην Κύπρο, αύριο στην Ελλάδα) την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε αμερικανικές και γαλλικές εταιρείες, στις οποίες, ο αυξημένος κίνδυνος, εξαιτίας της τουρκικής δραστηριότητας, ίσως εξασφαλίζει καλύτερα συμβόλαια.
Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό από όλους πως τα συμφέροντα επιβίωσης πρέπει να μπορούμε να τα υποστηρίζουμε μόνοι μας, κι οι όποιες συμμαχίες και συνεργασίες, τις οποίες χωρίς καμία αμφιβολία θα πρέπει να επιδιώκουμε και να διαμορφώνουμε (πάντα στην βάση των εθνικών συμφερόντων φροντίζοντας να μην μας χρησιμοποιούν, κι αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός σήμερα), έχουν επικουρικό και μόνο χαρακτήρα. Αυτή την χρονική στιγμή, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ έφεραν τις χώρες αυτές πιο κοντά στην Ελλάδα. Αν, για οποιοδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε τρόπο, αύριο αντικατασταθεί ο ισλαμιστής Ερντογάν από έναν Κεμαλιστή νέο ηγέτη (ή ο ίδιος αλλάξει στάση), αλλάζουν όλα τα σημερινά δεδομένα. Η βέβαιη, στην περίπτωση αυτή, επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με την Δύση και η αποκατάσταση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ θα αλλάξουν τα δεδομένα χωρίς να μεταβληθούν όμως οι σταθερές (μάλλον αναβαθμισμένες) διαχρονικά διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας. Αποτελεί δε ανοησία να περιμένει κάποιος στρατιωτική βοήθεια από την ΕΕ.
Σήμερα, υπάρχει μια επικίνδυνη για την παγκόσμια ειρήνη αστάθεια ενώ ο κόσμος μοιάζει σαν να ετοιμάζεται για πόλεμο, όπως είχε δηλώσει πριν ένα και πλέον χρόνο ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στο μείγμα της εξωτερικής πολιτικής πολλών χωρών βλέπουμε μια αύξηση του ρεαλισμού έναντι του μοραλισμού, και στην Ευρώπη έχουμε την εμφάνιση, μετά από πολλές δεκαετίες, εγωιστικών εθνικών πολιτικών και εθνικισμού. Στα πάντα εύφλεκτα Βαλκάνια βρίσκονται σε εξέλιξη σενάρια αλλαγής συνόρων με κίνδυνο να ανοίξει ο Ασκός του Αιόλου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα που έχει δίπλα της μια απρόβλεπτη και αναθεωρητική, μη ελεγχόμενη πλέον από τις ΗΠΑ, Τουρκία, η οποία συνιστά, πέρα από αμπελοφιλοσοφίες και φληναφήματα, υπαρκτή σοβαρή απειλή στο Αιγαίο και την Κύπρο, όπου ακόμη και σήμερα διατηρεί στρατεύματα κατοχής. Σε αυτό το περιβάλλον, αποτελεί μονόδρομο η εκπόνηση και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής και η αναβάθμιση της εθνικής ισχύος μέσα από ένα νέο αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο. Η «Στρατηγική Ψυχραιμία» και η επίκληση του δικαίου δεν επαρκούν. Αντίθετα, αναδεικνύουν την έλλειψη αποτελεσματικών τρόπων αντιμετώπισης της Τουρκικής απειλής.
Κλείνοντας το άρθρο οφείλω να επισημάνω πως η πρόταση αυτή -που αφορά στην πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας (δηλαδή αφορά στην πολιτική ηγεσία)- η υιοθέτηση της οποίας θα πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα, χωρίς πολεμικές ιαχές και συναισθηματικές παρορμήσεις, στοχεύει στην αναβάθμιση της αποτροπής, που σημαίνει υποστήριξη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε πόλεμο. Είναι μια πρόταση η υιοθέτηση της οποίας θα οδηγήσει στην εξάλειψη των εντάσεων και κατά συνέπεια υποστηρίζει την ειρήνη.
Η Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει στην αναζήτηση τρόπων επίλυσης των διαφορών στην βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, την δημιουργία σχέσεων καλής γειτονίας, και στην επιλογή της διπλωματίας και διαπραγμάτευσης αντί της χρήσης βίας, όπως επιβάλουν οι οικουμενικές αρχές και αξίες της Ευρώπης. Δεν είναι κακό να συνομιλείς για την εξεύρεση λύσης, όπως κάποιοι πιστεύουν˙ κακό είναι να οδηγείσαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από φόβο. Σκοπός της παρούσας πρότασης είναι ακριβώς η εξάλειψη αυτού του υπαρκτού για την Ελλάδα κινδύνου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
*Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 58 (Ιούνιος-Ιούλιος 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
[1] Clausewitz, Carl von, και Heuser, Beatrice, On War, Oxford University Press, USA (2007)
[2] Από τα αρχεία του ΓΕΕΘΑ, http://www.geetha.mil.gr/media/1.VALKANIKOI/arxeia/kountouriotis2.pdf
[3] Colin, Jean Lambert Alphonse, The Transformations of War, 1912, London.
Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ