Ο πρωθυπουργός μίλησε αόριστα για διεθνές δίκαιο, χωρίς να εστιάσει στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ένα σημείο της χθεσινής ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, το οποίο αναλύθηκε επιφανειακά, ίσως να υποκρύπτει μία απόπειρα επαναφοράς του σχεδίου Ανάν από την πίσω πόρτα.
Η αόριστη αναφορά του πρωθυπουργού σε «διχοτόμηση», χωρίς να κατονομάσει τον «ένοχο» για την συνεχιζόμενη γενοκτονία του κυπριακού ελληνισμού, και η επίκληση του διεθνούς δικαίου, χωρίς να εστιάσει στο γεγονός ότι η Κύπρος είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ και μάλιστα του σκληρού πυρήνα αυτής, της Ευρωζώνης, αφαιρεί από την Ελλάδα και την Κύπρο το βασικό επιχείρημα το οποίο οδηγεί στην πραγματική επίλυση του κυπριακού. Το οποίο δεν είναι απλώς το θέμα της διχοτόμησης, αλλά κυρίως θέμα εισβολής και κατοχής της Τουρκίας σε ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο ευρωπαϊκό κράτος.
Τα επτά σημεία για την «επίλυση του Κυπριακού»
Το ευρωπαϊκό κεκτημένο λοιπόν δίνει ξεκάθαρα τον οδικό χάρτη για την επίλυση του κυπριακού, την άρση της διχοτόμησης, την επανένωση του νησιού, ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να ονομάσει την απελευθέρωση του κατεχόμενο κομματιού της Κύπρου.
Αυτά τα επτά σημεία που αποτελούν κόκκινες γραμμές για την επίτευξη οποιασδήποτε λύσεις, περιέγραψε με σαφήνεια και τεκμηριώσει ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στην ομιλία του στην εκδήλωση μνήμης για τον Βάσο Λυσσαρίδη. Είπε συγκεκριμένα:
Η Μνήμη και οι Αγώνες του Βάσου Λυσσαρίδη μας υποχρεώνουν σήμερα να συστρατευθούμε όλοι, Κύπριοι και Ελλαδίτες, για ν’ αγωνισθούμε με την σειρά μας, ομονοούντες και ανυποχώρητοι, ως την τελική δικαίωση και την επίτευξη βιώσιμης λύσης του Κυπριακού Ζητήματος, με πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και η λύση αυτή νοείται μόνον υπό τις ακόλουθες επτά, κατ’ ελάχιστο, προϋποθέσεις:
Α. Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή Ομοσπονδιακού Κράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχα πρότυπα. Ουδεμία μορφή συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή. Και τούτο πρωτίστως διότι πέραν του ότι μια τέτοια «λύση» είναι, εξ ορισμού, «θνησιγενής» και εξυπηρετεί μόνο τις βλέψεις και τα συμφέροντα της Τουρκίας με το να οδηγεί σε αποσύνθεση την Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον «πυρήνα» του Πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, κυρίως δε με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την πολιτειακή μορφή και την κυριαρχία των Κρατών-Μελών της. Πραγματικά, αποτελεί κοινό νομικό και πολιτικό «τόπο» ότι συνομοσπονδιακό κράτος δεν μπορεί να είναι Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι δεν δύναται, εκ φύσεως, ν’ ανταποκριθεί, μεταξύ άλλων, και στις απαιτήσεις ουσιαστικής τήρησης του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Β. Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ ολοκληρία, στις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης της Ελευθερίας in globo, άρα ως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό αλλά και κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Γ. Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκή Ένωσης, μια Νομική Προσωπικότητα.
Δ. Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία και μόνον Ιθαγένεια.
Ε. Πέμπτον, η Κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης, μ’ εξίσου πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Τούτο σημαίνει πληρότητα και της stricto sensu Κυριαρχίας της -π.χ. σε ό,τι αφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνη της κ.λπ.- και της lato sensu Κυριαρχίας της, άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, μ’ επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί του συνόλου των Θαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay του 1982), π.χ. επί της Υφαλοκρηπίδας της και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί επ’ αυτού το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν erga omnes.
ΣΤ. Έκτον -και κατά συνέπεια- επί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι επιτρεπτό να παραμένουν, κατ’ ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ’ ουδένα τρόπο, εγγυήσεις τρίτων. Και στις «εγγυήσεις» αυτές περιλαμβάνονται ενδεχόμενες «εγγυήσεις» και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδίως αφότου συντελέσθηκε το Brexit.
Ζ. Και, έβδομον, τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι από την Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει ν’ αποχωρήσουν, χωρίς προϋποθέσεις, οι «έποικοι», τους οποίους εγκατέστησε παρανόμως, σύμφωνα μάλιστα και με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Τουρκία και να επανέλθουν οι αποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας πλήρως όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Δικαιώματά τους.