Οι «εθισμένοι στο χρέος» γίγαντες που φορτώθηκαν 2,5 τρισ.

Επιχειρήσεις κολοσσοί που τριπλασίασαν το καθαρό χρέος τους την τελευταία δεκαετία – Έρευνα του Forbes

Όταν ο νυν διευθύνων σύμβουλος της American Airlines, Doug Parker, ανέλαβε τη θέση του «πιλότου” του αμερικανικού αερομεταφορέα τον Δεκέμβριο του 2013, οι ουρανοί έμοιαζαν ανέφελοι. Η εταιρεία του, U.S. Airways, είχε επιτέλους εξασφαλίσει έναν σημαντικό εταίρο μετά τη συμφωνία να συγχωνευτεί με τη χρεοκοπημένη American. Η νέα εταιρεία θα αναδυόταν, με μέτριο πλέον χρέος, στον μεγαλύτερο αερομεταφορέα της χώρας, με μόλις τρεις ακόμη εγχώριες εταιρείες να παραμένουν στη λίστα με τους ανταγωνιστές της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η χρηματοπιστωτική κρίση (σ.σ. του 2008) αποτελούσε πλέον παρελθόν, η οικονομία «κάλπαζε” και ο κλάδος των αεροπορικών εταιρειών φαινόταν να εισέρχεται σε μια νέα «χρυσή” εποχή. Αερομεταφορείς όπως η American κυριάρχησαν χάρη στην πρακτική της δυναμικής τιμολόγησης των ναύλων, και έτσι κάθε πτήση τους είχε σχεδόν 100% πληρότητα, εκτινάσσοντας τα έσοδα και την αποδοτικότητά τους. Ευαγγελιζόμενος την έλευση μιας «νέας American” στις αρχές του 2014, ο Parker ήταν πρόθυμος να «ευχαριστήσει” τη Wall Street. «Σας διαβεβαιώ πως ό,τι κάνουμε έχει στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους μας», είχε δηλώσει τότε σε τηλεδιάσκεψη με επενδυτές.

Τα επόμενα έξι χρόνια, ο Parker προέβη σε συνεχείς εκδόσεις χρέους, βγαίνοντας τις κεφαλαιαγορές τουλάχιστον 18 φορές και συσσωρεύοντας χρέος 25 δισ. δολαρίων. Χρησιμοποίησε τα κεφάλαια, μεταξύ άλλων, για να αγοράσει νέα αεροσκάφη αλλά και για να στηρίξει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα των υπαλλήλων της εταιρείας. Παράλληλα, ακολουθώντας την πρακτική της επιβολής επιπρόθετων τελών για την παροχή «υπηρεσιών” προς τους επιβάτες -όπως για δυνατότητα πρόσθετων αποσκευών, επιλογή θέσης με επιπλέον χώρο για τα πόδια, παροχή σνακ και ποτών κατά τη διάρκεια της πτήσης, και πολλά άλλα- αύξησε τα ενοποιημένα κέρδη της εταιρείας στα 17,5 δισ. δολάρια, τη χρονική περίοδο από το 2014 έως το 2019. Τηρώντας δε τη δέσμευσή του προς τους μετόχους, θέσπισε από το 2014 τη διανομή τακτικού μερίσματος -για πρώτη φορά στα 34 χρόνια λειτουργίας της American- και ξεκίνησε προγράμματα επαναγοράς δισεκατομμυρίων ιδίων μετοχών.

«Η διακράτηση περισσότερων μετρητών από αυτά που χρειάζεται η εταιρεία, δεν αποτελεί ορθό τρόπο χρήσης του κεφαλαίου των μετόχων μας”, έλεγε τότε, δικαιολογώντας την πολιτική του. Με αυτά τα λόγια «χάιδευε τα αυτιά” των «χρηματοδοτών” της εταιρείας που συνωστίζονταν στη μετοχή της American. Έως και ο Warren Buffett της Berkshire Hathaway απέκτησε μερίδιο στην εταιρεία. Έτσι, έχοντας αφήσει πλέον πίσω της την πτώχευση, η μετοχή της εταιρείας «απογειώθηκε” σχεδόν αμέσως, με την τιμή της να διπλασιάζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους που ο Parker καθόταν στη θέση του «πιλότου”. Για την διαχειριστική του δεινότητα, μάλιστα, ο Parker «επιβραβεύθηκε” με ετήσιες απολαβές που ξεπέρασαν τα 10 εκατ. δολάρια.

Σήμερα η μετοχή της American Airlines αξίζει μόλις το ένα τρίτο των 12 δισ. δολαρίων που ξόδεψε ο διευθύνων σύμβουλος, ο Doug Parker για επαναγορές μετοχών. Με τον ισολογισμό της να είναι για «κλάματα”, βρίσκεται πρώτη στην «ουρά” για κρατική διάσωση.

Κάνοντας ένα χρονικό «άλμα” φτάνουμε στον Απρίλιο του 2020, όπου η πανδημία του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2 έχει «προσγειώσει” την ταξιδιωτική βιομηχανία. Η American Airlines έχει ξεμείνει από ρευστότητα, εν μέρει λόγω των ασύστολων δαπανών του Parker. Έτσι, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συμφώνησε να της παρέχει στήριξη ύψους 5,8 δισ. δολαρίων μέσω επιχορηγήσεων και δανείων χαμηλού επιτοκίου – που αποτελεί την πιο γαλαντώμα στήριξη σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλο αερομεταφορέα έχει ενταχθεί στο πακέτο διάσωσης των 25 δισ. δολαρίων που έχει θεσπίσει η αμερικανική κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί πολλά hedge fund έχουν «ξεφορτωθεί” τις μετοχές της εταιρείας, μεταξύ αυτών και η Berkshire Hathaway. Η δε μετοχή της American αξίζει σήμερα μόλις το ένα τρίτο των 12 δισ. δολαρίων που ξόδεψε ο Parker για την επαναγορά ιδίων μετοχών.

Παρά την ισχυρή ανάπτυξη της εταιρείας μέχρι προσφάτως, ο ισολογισμός της American είναι για «κλάματα”. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξαετίας, ο Parker τη «φόρτωσε” με περισσότερα από 7 δισ. δολάρια καθαρού χρέους, και σήμερα ο λόγος καθαρού χρέους προς έσοδα ανέρχεται στο 45%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το τέλος του 2014. Η American υποστηρίζει, πάντως, ότι σκοπεύει να εξοφλήσει το χρέος της «επιθετικά” μόλις η δραστηριότητά της επιστρέψει σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

Η καταχρεωμένη American Airlines, ωστόσο, δεν αποτελεί το μόνο «μαύρο πρόβατο” μεταξύ των αμερικανικών επιχειρηματικών κολοσσών. Αν μη τι άλλο, τα «οικονομικά γυμνάσια” που βιώνει η εταιρεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν «εγχειρίδιο χρήσης” για πολλές διοικήσεις εταιρειών σε ολόκληρη τη χώρα. Χρόνο με το χρόνο, καθώς η Federal Reserve διοχέτευε ρευστότητα στην οικονομία, ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών -Coca Cola, McDonald’s, AT&T, IBM, General Motors, Merck, FedEx, 3M και Exxon- συσσώρευαν αφειδώς χρέος μέσω χαμηλότοκων δανείων. Οι περισσότερες μάλιστα εξ αυτών δανείστηκαν περισσότερα κεφάλαια από όσα χρειάζονταν, συχνά επιστρέφοντας το «πλεόνασμα” στους μετόχους τους μέσω επαναγορών ιδίων μετοχών και μερισμάτων. Επιδόθηκαν επίσης σε ένα «πάρτι” εξαγορών. Οι κινήσεις τους οδήγησαν τον S&P 500 ακόμη υψηλότερα -με τον δείκτη να καταγράφει μέση ετήσια άνοδο 13,5% από το 2010 έως και το 2019- ενώ απέφεραν ολοένα και πιο γενναιόδωρα πακέτα αποδοχών στους διευθύνοντες συμβούλους τους, που προωθούσαν τον δανεισμό. Τη «χαριστική βολή” έδωσε το πρόγραμμα φοροελαφρύνσεων του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2017, που τροφοδότησε ακόμη περισσότερο τη «φούσκα” του εταιρικού χρέους.

Σύμφωνα με έρευνα του Forbes, η οποία ανέλυσε 455 εταιρείες του δείκτη S&P 500 -εκτός τραπεζών και εύρωστων τεχνολογικών γιγάντων όπως η Apple, η Amazon, η Google και η Microsoft-, κατά μέσο όρο οι επιχειρήσεις του δείκτη σχεδόν τριπλασίασαν το καθαρό χρέος τους την τελευταία δεκαετία, προσθέτοντας μόχλευση περίπου 2,5 τρισ. δολαρίων στους ισολογισμούς τους.

Η ανάλυση καταδεικνύει ότι για κάθε δολάριο αύξησης των εσόδων τους κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, οι εταιρείες αύξαναν σχεδόν κατά ένα δολάριο το χρέος τους. Οι περισσότερες επιχειρήσεις του S&P 500 εισήλθαν στην «αγορά των ταύρων” (bull market) με καθαρό χρέος σχεδόν 20 σεντς ανά δολάριο των ετήσιων εσόδων τους, με το ποσό αυτό να ανέρχεται σήμερα στα 38 σεντς.

Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.