Το φτηνό χρήμα πυροδότησε την άνοδο των μετοχών

Τελευταία συνεδρίαση σήμερα μιας χρονιάς που είδε τα χρηματιστήρια Αμερικής, Ευρώπης αλλά και Ασίας να σημειώνουν κέρδη-ρεκόρ, χωρίς αυτά να αντανακλούν τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη των χωρών τους. Αιτία αυτής της θεαματικής ανόδου ήταν, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις οικονομολόγων και αναλυτών της αγοράς, η επεκτατική νομισματική πολιτική των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών και η βεβαιότητα πως το χρήμα θα είναι φτηνό για αρκετό καιρό ακόμη.

Τα πλέον εντυπωσιακά νούμερα τα κατέγραψαν οι βασικοί δείκτες της Wall Street με τον δείκτη τεχνολογίας Nasdaq να έχει σημειώσει συνολικά κέρδη 40%, τον S&P 500 30% και τον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης Dow Jones σχεδόν 25%.

Παρόμοια είναι η εικόνα και στην Ευρώπη που το φτηνό χρήμα από το πρόγραμμα αγορών ομολόγων και τα αρνητικά επιτόκια έχει φέρει σε ιστορικό ρεκόρ την αγορά του Λονδίνου και της Φρανκφούρτης. Ακόμη και στις ασιατικές αγορές ο Nikkei κλείνει το έτος με κέρδη 15%. Αιτία βέβαια δεν είναι άλλη από το φτηνό χρήμα που έχουν διασφαλίσει η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η Federal Reserve, η ΕΚΤ αλλά και η Τράπεζα της Ιαπωνίας.

Κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις απεμπόλησαν την παραδοσιακή οικονομική και νομισματική πολιτική και υιοθέτησαν τις λεγόμενες αντισυμβατικές πολιτικές, όπως τα αρνητικά επιτόκια και τα προγράμματα αγορών ομολόγων.

Μέχρι στιγμής μάλλον δεν έχουν καταφέρει να στηρίξουν τις οικονομίες τους, ούτε να τονώσουν τον αναιμικό πληθωρισμό που συνοδεύει την επιβράδυνσή τους. Κατόρθωσαν, όμως, να πλημμυρίσουν τα χρηματιστήρια με ρευστότητα και έτσι να οδηγήσουν σε άνοδο τις τιμές των μετοχών, των ομολόγων αλλά και των άλλων περιουσιακών στοιχείων. Μεσολάβησε μια απόπειρα της Fed να αντιστρέψει την πορεία το 2018 και να αυξήσει το κόστος του χρήματος, αλλά σύντομα επανήλθε στον δρόμο του φτηνού χρήματος.

Στάθηκαν ίσως καθοριστικές και οι συστηματικές πιέσεις από τον Αμερικανό πρόεδρο που εξαπέλυε κατηγορίες εναντίον του άλλοτε εκλεκτού του και επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ. Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα που ουδεμία σχέση έχει με την παραδοσιακή κίνηση των χρηματιστηρίων που υποχωρούν όταν τα στοιχεία είναι αρνητικά και σημειώνουν κέρδη όταν τα νέα είναι καλά.

Ετσι, την τελευταία δεκαετία οι παράγοντες της αγοράς συνήθισαν στην ιδέα ότι οι κεντρικές τράπεζες σπεύδουν να προλάβουν κάθε κακή εξέλιξη ώστε να μην επιδεινωθεί. Στο μεταξύ συνηγορούν και λίγες θετικές εξελίξεις όπως η διαφαινόμενη προοπτική ανακωχής ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο, που θα επαναφέρει την ηρεμία στο διεθνές εμπόριο, καθώς και μια προσδοκία πως η Βρετανία θα αποχωρήσει από την Ε.Ε. ήσυχα και χωρίς να προκαλέσει ισχυρούς κραδασμούς. Καθοριστικός παράγοντας, όμως, παραμένει η πολιτική των κεντρικών τραπεζών.

Οι αισιόδοξοι επιλέγουν να υπογραμμίζουν πως μέχρι στιγμής φαίνεται να έχουν διαψευσθεί οι δυσοίωνες προβλέψεις για μια νέα παγκόσμια ύφεση που θα έβρισκε εξαντλημένο το οπλοστάσιο των κεντρικών τραπεζών.

Δεν μπορούν, όμως, και να αναγνωρίσουν πως τα εργαλεία των κεντρικών τραπεζών αποδεικνύονται πράγματι όλο και λιγότερο αποτελεσματικά. Και ενώ στην αρχή των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης οι αγορές αργούσαν να αντιδράσουν θετικά, αργότερα προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση και αντιδρούν με όλο και πιο προβλέψιμο τρόπο.

Το ζητούμενο, σύμφωνα με την πλειονότητα των οικονομολόγων και των αναλυτών της αγοράς, είναι να παρέμβουν οι κυβερνήσεις και να αρχίσουν να αυξάνουν τις δαπάνες ώστε να τονώσουν τις οικονομίες τους προτού προκύψει νέα κρίση.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.