Η τελική σφραγίδα στους παράλληλους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για το φορολογικό και το ασφαλιστικό αναμένεται να μπουν στο υπουργικό συμβούλιο που συγκαλεί την Πέμπτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης – μια σφραγίδα, που απλώς θα επικυρώσει την μεγάλη, προεκλογική εξαπάτηση της μεσαίας τάξης.
Με βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι στιγμής, αλλά και σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού, είναι σαφές πως οι υποσχέσεις για φορολογικές ελαφρύνσεις σε μισθωτούς και συνταξιούχους μεσαίων εισοδημάτων τίθενται απλώς στο… κυβερνητικό αρχείο και οι μόνοι που θα δουν πραγματικές μειώσεις φόρων το 2020 θα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις.
«Ενώ τα οφέλη της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια άνοιξαν δημοσιονομικό χώρος 1,2 δισ. Ευρώ τα μισά η κυβέρνηση τα δίνει στις επιχειρήσεις, στα υψηλά εισοδήματα», δήλωσε σήμερα η πρώην υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου.
Και οι αριθμοί την δικαιώνουν με απόλυτη ακρίβεια: Από τα ίδια τα στοιχεία του προϋπολογισμού προκύπτει ότι σε σύνολο ελαφρύνσεων 1,18 δις ευρώ η μερίδα του λέοντος, δηλαδή περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ, κατευθύνονται αποκλειστικά και μόνον στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση, δηλαδή, επέλεξε να χρησιμοποιήσει πάνω από το μισό υπερπλεόνασμα για να μειώσει τον φόρο των επιχειρήσεων στο 24% από το 28% με ισχύ μάλιστα από το 2019 και να μειώσει την φορολογία των μερισμάτων από το 10% στο 5%. Από αυτή την επιλογή, όπως επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές, ευνοούνται κυρίως οι 468 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας που έχουν κέρδη πάνω από 3 εκατ. ευρώ και οι οποίες κατά μέσο όρο θα δουν ελάφρυνση της τάξης των 680.000 ευρώ τον χρόνο καθώς είναι εκείνες που μοιράζουν και τα μεγαλύτερα μερίσματα στους μετόχους τους. Για την συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων, δηλαδή των μικρών επιχειρήσεων που αποτελούν και το 90% του συνόλου, η ελάφρυνση υπολογίζεται κοντά στα 200 ευρώ τον χρόνο.
Σε ό,τι αφορά τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους της λεγόμενης μεσαίας κλίμακας, οι ελαφρύνσεις είναι ακόμη μικρότερες έως ανύπαρκτες. Και τούτο διότι η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9% ευνοεί κυρίως τα εισοδήματα είτε έως 10.000 ευρώ, είτε πάνω από 50.000 ευρώ.
Ειδικά , δε, για την κλίμακα εισοδημάτων από 20.000 έως 50.000 ευρώ, η ετήσια φορολογική ελάφρυνση ξεπερνά οριακά τα… 17 ευρώ. Αντιθέτως, μεγάλο φορολογικο κερδος προκύπτει για όσους έχουν υψηλές αποδοχές άνω των 80.000 ευρώ. Τα πολύ υψηλά εισοδήματα θα δουν ελάφρυνση ακόμη και άνω των 1.000 ευρώ λόγω της μείωσης του ανώτατου συντελεστή από το 45% στο 44%. Πρόσθετη επιβάρυνση, δε, για πολλούς μισθωτούς και συνταξιούχους αναμένεται να φέρει και η επιβάρυνση του 22%, δια της αυτοτελούς φορολόγησης, εάν δεν καταφέρουν να συγκεντρώσουν το 30% του εισοδήματός τους σε ηλεκτρονικές αποδείξεις.
Την ίδια ώρα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και πάλι της μεσαίας εισοδηματικής τάξης θα δουν σημαντικές επιβαρύνσεις και στις ασφαλιστικές εισφορές μέσα από την επαναφορά των ασφαλιστικών κλάσεων που προανήγγειλε ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης.
Το σύστημα Βρούτση, όπως είπε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου, «δημιουργεί σύστημα κλάσεων στις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων, που με βάση τα νούμερα που ο ίδιος έδωσε πρακτικά σημαίνει πολύ μεγάλη επιβάρυνση για την συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων, πάνω από το 85%».
«Σίγουρα στα χαμηλά εισοδήματα, σε όλη την λεγόμενη μεσαία τάξη … απομένει η εύνοια στους ελάχιστους, στο 15%. Για πάνω από το 85% επιβαρύνει τουλάχιστον κατά 20% τις εισφορές, καθώς αυξάνει την κατώτατη κλίμακα στα 220 από τα 175 ευρώ».