Γιατί η Γερμανία πρέπει να αρχίσει να ξοδεύει;

Τον περασμένο Αύγουστο, όποιος γνωρίζει καλά τα ευρωπαϊκά οικονομικά και ξεφύλλιζε τη Wall Street Journal θα βρισκόταν μπροστά σε μια έκπληξη: ο Φινλανδός Ολι Ρεν, μέλος της ΕΚΤ και γνωστός για τις κοντινές στη Γερμανία θέσεις του -ιδίως σε αυτές του Γενς Βάιντμαν, του σημαιοφόρου του δόγματος της λιτότητας-, ανέπτυξε τη θεωρία που αρχίζει να κερδίζει έδαφος για τη διάσωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και η οποία δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο από τη νέα ποσοτική χαλάρωση, που ήδη αποφάσισε πριν από μερικές μέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η άμεση, πρώτη απορία του αναγνώστη είναι εύλογη: Μα πώς; Η Γερμανία δεν ήταν αυτή που πρωτίστως αντετίθετο στο μέτρο τούτο; Δεν ήταν το Βερολίνο το πρώτο που εξέφρασε αντιρρήσεις στην πρωτοβουλία του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, για εξαγορά κρατικών τίτλων και επιχειρηματικών ομολόγων κι έκανε τα πάντα για να τερματιστεί το πρόγραμμα στα τέλη του 2018;

Και μέχρι τον περασμένο Ιούνιο οι Γερμανοί δεν επέκριναν τον Ντράγκι, τονίζοντας πως τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια βλάπτουν τις τράπεζές τους και τις ατομικές αποταμιεύσεις, όπως έκανε και η Bild προ ημερών, παρουσιάζοντας τον Ντράγκι ως… Ντράγκουλα;

Τι έχει κάνει λοιπόν το Βερολίνο και μέσω του δούρειου ίππου του, του Ολι Ρεν, γνωστοποιεί πως έχει αλλάξει γνώμη;

Δύο πράγματα: Κατ’ αρχάς το αδιαμφισβήτητο γεγονός, που τεκμαίρουν και τα στοιχεία για το ΑΕΠ και την ανάπτυξη της Γερμανίας, ότι η οικονομία της χώρας επιβραδύνεται και ήδη βρίσκεται σε τεχνική ύφεση. Και δεύτερο και σημαντικότερο για το Βερολίνο, οι ναυαρχίδες του τραπεζικού τομέα της, Deutsche Bank και Commerzbank, βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης και μια περαιτέρω ύφεση θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάστασή τους, εμφανίζοντας πιθανά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που έως σήμερα είχαν καταφέρει να κρύψουν κάτω από το χαλί.

Επιπλέον, ο απηνής εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ, που έχει εκφραστεί με την αύξηση των δασμών στις εισαγωγές, έχει πλήξει ιδιαίτερα τη Γερμανία, η οποία έχει δει τις εξαγωγές της προς τη δεύτερη οικονομία του κόσμου να μειώνονται και πλέον προσβλέπει στα νομισματικά κίνητρα τη μόνη λύση για να δοθεί διέξοδος και ανάσα στην οικονομία της.

Η Γερμανία υπήρξε η ευρωπαϊκή χώρα που ευεργετήθηκε όσο καμία άλλη από την κυκλοφορία του ευρώ. Ως βιομηχανική χώρα με υψηλούς ρυθμούς εξαγωγών, εκμεταλλεύτηκε τη χαμηλή ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος εν σχέσει προς το δικό της μάρκο σε συνδυασμό με την πολιτική της συγκράτησης των μισθών, που εφάρμοσε από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, και τροφοδότησε αυτόν τον «ενάρετο κύκλο» της οικονομίας της.

Την τελευταία διετία, η Γερμανία συγκέντρωσε ένα πλεόνασμα 80 δισ. ευρώ, που όμως δεν επανεπένδυσε, πιστή στο δόγμα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της λιτότητας. Τα οφέλη από το ευρώ δεν μπήκαν στη γερμανική οικονομία, η εσωτερική κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη, ενώ στα ίδια επίπεδα παρέμειναν και οι μισθοί.

Η πολιτική συνέπεια της οικονομικής αυτής επιλογής είναι ήδη ορατή: οι ανισότητες στη χώρα έχουν αυξηθεί, όσο και η αγανάκτηση που έχει σπρώξει τους ψηφοφόρους μακριά από τα δύο μεγάλα κόμματα. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ και οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες (SPD) βλέπουν τα ποσοστά τους να εξανεμίζονται προς όφελος κυρίως της ακροδεξιάς του AfD.

Κι όμως, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, στη Γερμανία του μηδενικού ελλείμματος και του χρέους πολύ κατώτερου του 100% του ΑΕΠ, η αναδιανομή 80 δισ. σε επενδύσεις, μειώσεις φόρων και αυξήσεις μισθών, σε αύξηση της κατανάλωσης, θα είχε ευεργετικές συνέπειες για τη χώρα και την ευρωζώνη.

Αλλωστε και η διεθνής χρηματοοικονομική συγκυρία, παρά τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας (που και αυτός μάλλον κάμπτεται, όπως δείχνει η χαλάρωση που εξήγγειλε πρόσφατα ο Ντόναλντ Τραμπ), μοιάζει ευνοϊκή για μια γερμανική επεκτατική οικονομική πολιτική. Τα διεθνή χρηματιστήρια ανακάμπτουν, ενώ τόσο η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα Fed όσο και η Κίνα (προ του πολέμου) αποφάσισαν να τερματίσουν την πολιτική που στερούσε ρευστότητα από την αγορά και να υιοθετήσουν μια πιο χαλαρή πολιτική, προχωρώντας σε μειώσεις επιτοκίων.

Κάτι τέτοιο απαιτεί άλλωστε και η κατάσταση των τραπεζών της. Οι μετοχές της Deutsche Bank και της Commerzbank έχουν κατακρημνιστεί. Η πρώτη μάλιστα, επί χρόνια, έκρυβε σημαντικά προϊόντα παραγώγων που κινδυνεύουν να μετατραπούν σε μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις, καθιστώντας αναγκαία τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας».

Το φάσμα της διάσωσης από το Δημόσιο (bail in) των «αμετροεπών» τραπεζών με τα λεφτά του κοσμάκη πλανάται πλέον ορατό πάνω από τη Γερμανία. Η χώρα που έως τώρα κουνούσε το δάχτυλο κι έδινε μαθήματα σωφροσύνης στις άλλες χώρες πρέπει σήμερα να καταπιεί το ίδιο πικρό χάπι.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.