Γιατί δεν μπορούμε όλοι να γίνουμε οικολόγοι

Ξέρουμε ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι το σωστό. Οι προθέσεις είναι καλές αλλά στην πράξη υπάρχει πρόβλημα. Ίσως αυτό να οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες που κάνουν την απόσταση θεωρίας-πράξης δυσθεώρητη.

Στα οικογενειακά τραπέζια η κατανάλωση κρέατος συζητείται πολύ και προβληματίζει. Όπως και τα αεροπορικά ταξίδια που επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα με ρύπους. Το ίδιο και η κυκλοφορία με συμβατικά αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού. Το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος απασχολεί έντονα. Και λίγo-πολύ όλοι έχουμε την πρόθεση να κάνουμε κάτι καλό. Η πράξη όμως συχνά διαψεύδει τις ομολογουμένως καλές προθέσεις. Ξανατρώμε κρέας, ταξιδεύουμε με αεροπλάνα, χρησιμοποιούμε ξανά το αυτοκίνητο ακόμη και για μικρές αποστάσεις.

Σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος για δύο στους τρεις Γερμανούς η προστασία του περιβάλλοντος είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, το οποίο θεωρούν ίσης βαρύτητας με την ασφάλεια, τη μετανάστευση και την ανεργία. Σύμφωνα με την έρευνα τα τελευταία χρόνια η ευαισθητοποίηση του κόσμου για ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και ειδικότερα του κλίματος έχει αυξηθεί ενώ ολοένα περισσότεροι δηλώνουν έτοιμοι να συμβάλουν ακόμη και με οικονομικά μέσα.

Εντούτοις σύμφωνα με την ίδια έρευνα η απόσταση μεταξύ καλών προθέσεων και έμπρακτης υλοποίησης παραμένει συχνά μεγάλη. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Και τι λέει για όλα αυτά η ψυχολογία;

Σχέση πρόθεσης και πράξης

Ενδεχομένως αυτή η ανακολουθία μεταξύ πρακτικής εφαρμογής και βασικών αρχών της οικολογικής συνείδησης οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες. Σύμφωνα με μια ψυχολογική θεωρία που έχει τις ρίζες της στα ΗΠΑ της δεκαετίας του ´80 (Ιcek Ajzen) και είναι γνωστή ως θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς (Τheory of Planned Behavior) από μια καλή πρόθεση ή θέση ή στάση ζωής δεν προκύπτει απαραίτητα και μια συναφής, συνεπής καλή συμπεριφορά. Βάσει αυτής της θεώρησης, αυτό συμβαίνει εξαιτίας υποκειμενικών παραγόντων ή λόγω των ευρύτερων σχέσεων και συσχετισμών εντός των οποίων δρα ένα άτομο.

Όταν για παράδειγμα υπάρχουν σε ένα χώρο πεταμένα σκουπίδια είναι περισσότερο πιθανό ή αναμενόμενο να πετάξει και κάποιος άλλος τα δικά του σκουπίδια. Όταν πρόκειται για την υιοθέτηση πρακτικών και μέτρων για το περιβάλλον αυτή η στάση μπορεί να προσεγγιστεί ως εξής: «Αν περιοριστώ μόνο εγώ και όχι όλοι οι υπόλοιποι, τότε είμαι ηλίθιος».

Από την άλλη, σύμφωνα με ψυχολόγους, ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη σχέση πρόθεσης-πράξης, είναι αν η ιδέα που έχουμε είναι ρεαλιστικά υλοποιήσιμη. Για παράδειγμα αν θέλω μεν να κάνω κάτι καλό για το περιβάλλον αλλά στην περιοχή που μένω δεν υπάρχουν δημόσια μέσα μεταφοράς, τότε αναγκαστικά θα καταφύγω στο αυτοκίνητο. Έπειτα υπάρχει και ο οικονομικός παράγοντας, δεδομένου ότι πολλές φορές η φιλική προς το περιβάλλον συμπεριφορά κοστίζει κυριολεκτικά ακριβότερα.

H δύναμη της συνήθειας

Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Μάρσελ Χούνεκε από το Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ για την υιοθέτηση συμπεριφορών που συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος είναι σημαντικός ο συσχετισμός με άλλες θετικές εμπειρίες ή πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα η σύνδεση της προστασίας του κλίματος με θετικές συνέπειες για την υγεία ή την ποιότητα ζωής. Εντούτοις τα εμπόδια προς έναν πιο «πράσινο» τρόπο ζωής θα είναι πάντα πολλά. Έτσι πολλοί ψυχολόγοι εκτιμούν ότι μόνο μέσα από τη συνήθεια, σε προσωπικό αλλά και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να αλλάξει κάτι προς θετική κατεύθυνση και για την προστασία του κλίματος.

Βανέσα Κένεκε, dpa
Eπιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη

dw

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.