Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα φυσικά και τα τεχνητά συστατικά των τροφών που καταναλώνουμε

Αν έχετε καταναλώσει έτοιμη γρανίτα με γεύση φράουλα ή μπανάνα, θα γνωρίζετε την απογοήτευση των τεχνητών γεύσεων. Είναι έντονες, υπερβολικά απλές και συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική γεύση των φρούτων.

Η πιο δημοφιλής μορφή τεχνητής γεύσης μπανάνας είναι ένα μόριο που ονομάζεται οξικό ισοαμύλιο. Χημικά, είναι το ίδιο ακριβώς με την φυσική γεύση της μπανάνας. Έχουν υποτίθεται και την ίδια γεύση. Από το άρωμα μέχρι τα συντηρητικά, η διαφορά ανάμεσα στα φυσικά και στα τεχνητά συστατικά στο φαγητό μας επηρεάζονται από το marketing.

Όσον αφορά στη γεύση, ο FDA ορίζει το «φυσικό» ως οτιδήποτε προέρχεται απευθείας από ένα φυτό ή ζώο, ή από τη διαδικασία ζύμωσης, θέρμανσης και ψησίματος αυτών. Η τεχνητή γεύση δεν έχει καμία σχέση με αυτό, αλλά είναι η σύνθεση ενός μορίου εξαρχής.

Αυτό που κάνει τις δύο γεύσεις να διαφέρουν (την φυσική και την τεχνητή) είναι ότι η ψεύτικη γεύση, εκείνη της γρανίτας μπανάνας, δεν συνδυάζεται με όλα τα άλλα χαρακτηριστικά και μόρια που τελικά φτιάχνουν το πραγματικό φρούτο μπανάνας.

Μάλιστα, οι επιστήμονες λένε ότι παρά τη διαφορά στη γεύση, οι φυσικές γεύσεις μπορεί να αποδειχθούν και πιο βλαβερές από τις τεχνητές. Κι αυτό επειδή κατά τη διαδικασία εκχύλισης μιας ουσίας από το πραγματικό φρούτο ή ζώο, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταφερθούν μαζί ορισμένες τοξίνες.

Αλλά τι συμβαίνει με άλλα συστατικά; Τα τελευταία χρόνια, πολλές εταιρίες έχουν ανακοινώσει τα σχέδιά τους να αφαιρέσουν όλα τα τεχνητά χρώματα και τις γεύσεις ως απόκριση στους ολοένα και περισσότερους καταναλωτές που απαιτούν πιο «καθαρές» ετικέτες.

Αλλά τα συντηρητικά έχουν αποδειχθεί πιο δύσκολη υπόθεση. Τα συντηρητικά προστίθενται στις τροφές για να επιμηκύνουν τη διάρκεια ζωής των προϊόντων και για να αποφευχθεί η αλλοίωσή τους – πρακτικά για να κρατήσουν μακριά τους μύκητες και τα βακτήρια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι ασθένειες που προέρχονται από μόλυνση των τροφών προκαλούν 3.000 θανάτους κάθε χρόνο.

Το θέμα είναι να βρεθούν φυσικά συντηρητικά που να είναι εξίσου αποτελεσματικά με τα τεχνητά. Αυτό απαιτεί χρόνο και χρήμα, αλλά καθώς πολλοί καταναλωτές απαιτούν «καθαρότερα» προϊόντα, πολλές εταιρίες μπαίνουν στον κόπο.

Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2017, μια μεγάλη εταιρία ανακοίνωσε ότι δεν θα χρησιμοποιεί πια τεχνητά συντηρητικά στα hot dog. Οι νιτρώδεις ενώσεις χρησιμοποιούνται σε αλλαντικά και κρέατα για να τα προστατεύσουν και να διατηρήσουν το χρώμα, αλλά έχουν αποδειχθεί καρκινογόνα. Ωστόσο, η εταιρεία το αντικατέστησε με έναν «επεξεργασμένο χυμό σέλερι», στον οποίο καλλιεργούνται ειδικά βακτήρια που παράγουν και εκείνα νιτρώδεις ενώσεις.

Εδώ λοιπόν συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχουν συντηρητικά που να μην δημιουργούν κίνδυνο σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και γι’ αυτό τα πρόσθετα σε προϊόντα εξετάζονται συνεχώς από υγειονομικές και άλλες αρχές σε όλες τις χώρες. Η αντικατάστασή τους από «φυσικές» εναλλακτικές δεν επιλύει πάντα το πρόβλημα. Στο τέλος είναι καλύτερα να επιλέγουμε φυσικά προϊόντα και όχι επεξεργασμένα.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.