Τα πρώτα Χριστούγεννα της Κατοχής μέσα από τις αναμνήσεις μίας 90χρονης γερόντισσας από το Διμήνι

Τα μαρτυρικά Χριστούγεννα του 1941 στην Ελλάδα, τα πρώτα της Κατοχής, δεν πρόκειται ποτέ να σβήσουν από τη λήθη του χρόνου. Η δυστυχία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια μίας έφηβης τότε από το Διμήνι, η οποία σήμερα έχει συμπληρώσει τα 90 χρόνια της, δεν έχει ξεθωριάσει καθόλου. Τι κι εάν πέρασαν 76 χρόνια από εκείνον τον «μαύρο» χειμώνα, που σημαδεύτηκε από τον Μεγάλο Λιμό και κόστισε τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων. Η κ. Αικατερίνη Γκαραγκούνη μέχρι και σήμερα θυμάται όσα έζησε εκείνη την εποχή, όταν η εξαθλίωση και η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης επέφεραν αμέτρητους θανάτους από ασιτία και στη Μαγνησία.

Η 90χρονη γερόντισσα αφηγήθηκε με συγκλονιστικές λεπτομέρειες την κήρυξη του πολέμου, που τη βρήκε στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. «Γεννήθηκα το 1927. Μάιο μήνα. Με τα λουλούδια…», είπε χαμογελώντας και πρόσθεσε: «Το παλιό σχολείο ήταν δίπλα από την εκκλησία της Υπαπαντής στο Διμήνι. Τότε είχε πολλά παιδιά που φοιτούσαν. Τα αγόρια έρχονταν με τα μπλε παντελονάκια κι εμείς με την μπλε ποδιά και το άσπρο γιακαδάκι. Επί Μεταξά πήγα στο Δημοτικό. Τραγουδούσαμε στην τάξη τον «Θούριο» της 4ης Αυγούστου: Την Ελλάδα ενωμένη, κυβερνάει ο Μεταξάς και καμάρι του λαού της Γεώργιος ο Βασιλιάς, που οι δυο μαζί την σώσαν από μέσα απ’ τη φωτιά, κι έτσι τώρα δοξασμένη χαίρεται τη λευτεριά». Θυμάμαι κι ένα ποίημα για τη σημαία: «Της πατρίδας η σημαία, έχει χρώμα γαλανό, και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό. Κυματίζει με καμάρι, δεν φοβάται τον εχθρό, σαν τη θάλασσα είναι γαλάζια και λευκή σαν τον αφρό».
Όταν ο Μεταξάς είπε το «Όχι» στους Ιταλούς, άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες στο χωριό. Εγώ τότε ήμουν 12-13 ετών. Τους πρώτους μήνες μετά την κήρυξη του πολέμου, εμφανίστηκαν στον Βόλο Εγγλέζοι στρατιώτες. Ρωτούσα τη μάνα μου από πού είχαν έρθει. Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, οι Άγγλοι πήγαιναν στο λιμάνι κι έμπαιναν στα καράβια για να φύγουν. Έλεγε η μάνα μου: Τα καημένα τα Εγγλεζάκια. Να φύγουν, να σωθούν, τώρα που έρχεται ο κατακτητής. «Ποιος είναι ο κατακτητής, μάνα;», την ρώτησα εγώ τότε. «Μας σκλάβωσε ο Γερμανός», μ’ απάντησε εκείνη, καθώς οι Βρετανοί έφευγαν για την Κρήτη, όπου τον Μάιο θα γινόταν η μεγάλη μάχη για την κατάληψη του νησιού».

Τα παιδικά χρόνια της κ. Αικατερίνης Γκαραγκούνη δεν ήταν εύκολα, με την ίδια να εξηγεί τον λόγο: «Ορφανή ήμουν, γιατί ο πατέρας μου πέθανε σαν ήμουν τρεισήμισι ετών. Τον χτύπησε ένα ζώο, δεν πήγε στον γιατρό και πέθανε το επόμενο πρωινό. Η μάνα μου μας μεγάλωσε. Πολύ δυνατή γυναίκα. Σε μπαξέδες δούλευε. Τίποτα δεν έλειψε σε μένα και τον μικρότερο αδερφό μου».
Η εικόνα της μάνας έχει χαραχθεί βαθιά μες στην ψυχή της 90χρονης, η οποία δεν έκρυψε τη συγκίνησή της, καθώς συνέχισε να μιλά για τη γυναίκα που τη μεγάλωσε: «Η μάνα μου έκανε τη μανάβισσα. Έβγαινε στη μαύρη αγορά. Στον Βόλο γινόταν στην Ιωλκού, από το εργοστάσιο Ματσάγγου μέχρι τα Δικαστήρια. Μάζευε χόρτα και πήγαινε και τα πουλούσε. Βέβαια, τα χόρτα τότε τα έβραζες σκέτα, δίχως λάδι, γιατί ήταν δυσεύρετο. Στον δρόμο έβλεπε κόσμο που πέθαινε από την πείνα. Έπεφταν καταγής από την ασιτία, με φουσκωμένες κοιλιές. Και οι σκουπιδιαραίοι, με τα καρότσια τα χειροκίνητα μάζευαν τους πεθαμένους. Από εδώ στη Λαμπράκη, μέχρι τα ψαράδικα, περπατούσαν κι έπεφταν σαν τα κοτόπουλα. Μεγάλη πείνα έπεσε το 1941. Τι τράβηξε τότε ο κοσμάκης…

Η είσοδος των Γερμανών στην παραλία του Βόλου την άνοιξη του 1941, αμέσως μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου. Τίποτα δεν προμήνυε ότι λίγους μήνες αργότερα ο Μεγάλος Λιμός θα θέριζε τον πληθυσμό της πόλης (πηγή: Η Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου)

Άλλοτε, αγόραζε από τον Βόλο σπανάκι και τέτοια και τα πουλούσε στο Σέσκλο. Τα έβαζε σ’ ένα τσουβάλι που το είχε περασμένο με τριχιά στην πλάτη της. Είδος με είδος. Διότι μετά τα ραλικά χαρτονομίσματα ήταν σκέτα παλιόχαρτα. Νύχτα πήγαινε. Δεν είχε λυχνάρι να φωτίζει στον δρόμο. Προσανατολιζόταν κοιτώντας τα αστέρια. Με την παρατήρηση του πολικού αστέρα.
Ήταν τόσο δυνατή γυναίκα. Μέχρι και σήμερα αναρωτιέμαι: Δεν φοβόταν τους Γερμανούς; Μια φορά πήγε στην αδερφή της, η οποία ζούσε στον Άγιο Γεώργιο Φερών. Μέσα από το βουνό, τα μονοπάτια. Πήγε εκεί και ξεβοτάνιζε τα χωράφια. Τότε δεν ράντιζαν τα σπαρτά. Κι αντί για λεφτά, πήρε γάλα. Δύο τενεκέδες γάλα. Και κάθισε να το πήξει τυρί. Έμεινε τρεις ημέρες πέρα. Κι εμείς με τον αδερφό μου, νομίζαμε ότι την σκότωσαν οι Γερμανοί και κλαίγαμε. Καμιά φορά τη βλέπουμε μπροστά μας. Με δύο τσαντίλες τυρί και ένα καρβέλι ψωμί. Νηστικά τρεις ημέρες εμείς. Μπουκιά. Ούτε καν νερό από το πηγάδι».

Προτού η καταχνιά του πολέμου σκεπάσει τα πάντα, τα Χριστούγεννα κυλούσαν διαφορετικά για τους κατοίκους του Βόλου και των γειτονικών χωριών. Η κ. Αικατερίνη Γκαραγκούνη είπε: «Τα Χριστούγεννα πριν την Κατοχή κυλούσαν διαφορετικά. Θυμάμαι που πηγαίναμε στην εκκλησία και ψέλναμε. Είχαμε έναν δάσκαλο, πολύ θρησκευόμενο. Υπηρέτησε για χρόνια στη Ρόδο με τους Ιταλούς, από την εποχή που κατείχαν τα Δωδεκάνησα. Γνώριζε και τη γλώσσα τους. Μας μάθαινε να ψέλνουμε. Το 1940 ψάλαμε για τελευταία φορά ελεύθεροι τη Μεγάλη Δοξολογία: «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Φορούσαμε τα καλά μας και πηγαίναμε στη Λειτουργία. Τα φύλαγε η μάνα μου κλειδωμένα σε μία ντουλάπα.

Εμείς κάθε Χριστούγεννα γιορτάζαμε στο Σέσκλο, όπου ζούσε μία θεία της. Αδερφή του πατέρα της. Είχε κι έναν άλλο θείο που είχε πάει στην Αμερική. Στη Νότια Καρολίνα για την ακρίβεια. Εκείνος ο θείος, Χρήστο τον έλεγαν, ήταν μόλις 16 χρόνων όταν έφυγε μετανάστης. Στις γιορτές έστελνε σε όλες τις ανιψιές του, μαζί και τη μάνα μου, μία επιστολή με τα νέα του. Έβαζε και φωτογραφίες του, γιατί στην Ελλάδα δεν μπορούσε να έρθει. Το 1922 δεν παρουσιάστηκε στον στρατό που πήγε στην Τουρκία και τον κήρυξαν ανυπότακτο. Ο φάκελος περιείχε και δολάρια, αλλά κι ένα τσεκ για κάθε ανιψιά. Στο τζάκι, λοιπόν, έβραζαν μία κότα, που τη γέμιζαν με κάστανα, σταφίδες και ρύζι. Μας έβγαζαν κι ένα σωρό άλλα καλούδια. Εκεί το τραπέζι ήταν πλούσιο.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά καθόμασταν στο δικό μας σπίτι, όπου η μάνα μου έσφαζε μία κότα, αφού γιόρταζε και ο αδερφός μου, που τον λένε Βασίλη. Καθώς πλησίαζαν οι γιορτές, καθαρίζαμε, ασβεστώναμε και σιδερώναμε τα καλά τα στρωσίδια, ενώ κάτω στρώναμε χοντρές βελέντζες. Πριν τον πόλεμο, φέρναμε και κουραμπιέδες από το ζαχαροπλαστείο».

Το 1941 το σκηνικό άλλαξε άρδην, ιδίως για τους κατοίκους των πόλεων, μια και στα χωριά, στα οποία δεν είχε πάψει η αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα, το καθημερινό φαγητό εξασφαλιζόταν, έστω και πιο δύσκολα. «Είχαν φτώχεια μερικά σπίτια. Πάρα πολύ φτώχεια. Αυτό είναι αλήθεια. Στην πόλη, μέσα στον Βόλο, ήταν σαφώς χειρότερα τα πράγματα. Όσοι ζούσαν στα χωριά, κάπως την έβγαζαν. Τα Χριστούγεννα του 1941 ήταν, πάντως, τα πιο δύσκολα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής», κατέληξε η κ. Γκαραγκούνη.

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.