Η εξωτερική πολιτική του Τζο Μπάιντεν

Η εξάλειψη της πανδημίας και των τεράστιων οικονομικοκοινωνικών συνεπειών της μπορεί να είναι αναμφίβολα η πρώτη προτεραιότητα του επισήμως από χθες νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν, αλλά η ανθρωπότητα περιμένει και τα πρώτα δείγματα γραφής στην εξωτερική του πολιτική. Και κυρίως να αντιστρέψει τη… στροφή από την πολιτική του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ.

  • Από τον Μιχάλη Ψύλο

Οπως γράφει χαρακτηριστικά το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy», «o Τραμπ τις πρώτες 100 ημέρες στο αξίωμά του είχε δώσει εκτεταμένες εντολές για την αναστροφή και την αποσυναρμολόγηση των βασικών στοιχείων της εξωτερικής πολιτικής Ομπάμα και την προώθηση της πλατφόρμας “America First” (Πρώτα η Αμερική), που υπονόμευσε δεκαετίες προσπαθειών για δυτική συναίνεση στην εξωτερική πολιτική».

Τώρα ο Μπάιντεν και κυρίως η ομάδα που έχει επιλέξει να κατευθύνει την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης έχουν αναλάβει τη δέσμευση να αντικαταστήσουν το «America First» με το «America’s back» (Η Αμερική επιστρέφει). Σύμφωνα με τον Μελ Γκούρτοφ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο δημόσιο πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ, η δέσμευση του Μπάιντεν είναι «να επιστρέψει η Αμερική στην πολυμερή διπλωματία και στους διεθνείς οργανισμούς, όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και τα Ηνωμένα Έθνη. Επιστρέφει στις σχέσεις συμμαχίας με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., στο να δίνει σημασία στα ανθρώπινα δικαιώματα όταν καθορίζει την εξωτερική της πολιτική».

Ο Τσακ Χάγκελ, υπουργός Αμυνας του Ομπάμα και συνάδελφος του Μπάιντεν στη Γερουσία για 12 χρόνια, λέει ότι «αυτό που πρέπει να κάνει ο Μπάιντεν ξεπερνά τις πρώτες 100 ημέρες. Θα πρέπει να κινηθεί αμέσως για να ξαναχτίσει, να αποκαταστήσει τις συμμαχίες μας, να τους διαβεβαιώσει ότι η Αμερική επέστρεψε στο παιχνίδι για να ηγηθεί».

Όλα αυτά ακούγονται βέβαια πολύ ρόδινα και ευχάριστα στα αυτιά μας και μένει να αποδειχτούν καθώς, όπως λέει ο σοφός λαός, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Μακριά από εμάς βέβαια η δίκη προθέσεων. Οι γνωρίζοντες λένε ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι «εσωτερικός» πρόεδρος. Η ημερήσια εγχώρια διάταξη είναι τόσο μεγάλη και πολιτικά φορτισμένη -μετανάστευση, υγειονομική κρίση, οικονομία, φυλετική δικαιοσύνη, ενίσχυση της συνεργασίας με τους παραδοσιακούς Ρεπουμπλικάνους- που δύσκολα θα ασχοληθεί, τις πρώτες 100 ημέρες τουλάχιστον, με τα σοβαρά θέματα της εξωτερικής πολιτικής.

Ο Μπάιντεν, θέλοντας να επικεντρωθεί και ο ίδιος στα εγχώρια προβλήματα, έχει συγκροτήσει μια σοβαρή και οργανωμένη ομάδα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής υπό τον νέο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν.

Όπως γράφει το αμερικανικό περιοδικό «Newsweek», «ο Μπάιντεν επέλεξε άτομα που ξέρει καλά και είναι γνωστά στο εξωτερικό, που είναι ανεξάρτητοι στοχαστές και όχι πιστοί οπαδοί του, και που εκτιμούν την ομαδική εργασία. Όλοι είναι στελέχη που υπηρέτησαν τα χρόνια της διοίκησης Ομπάμα – Μπάιντεν. Επομένως, η μαθησιακή τους περίοδος θα πρέπει να είναι σύντομη και η εμπιστοσύνη του προέδρου σε αυτά τα στελέχη είναι υψηλή».

Η ομάδα αυτή σίγουρα απέχει πολύ από την τυχαία οργανωμένη «μάζωξη» φίλων του που είχε ο Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική. Το ερώτημα βέβαια είναι -όπως λέει ο καθηγητής Γκούρτοφ- «αν η ομάδα αυτή των σοβαρών επαγγελματιών θα θελήσει να επιστρέψει απλώς η Αμερική στα παραδοσιακά της συμφέροντα και στόχους ή αν θα επαναπροσδιορίσει τη θέση της χώρας στον κόσμο».

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας που αξιολόγησε τον διορισμό του, διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει το Κογκρέσο ως έναν πλήρη εταίρο στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. «Τα τελευταία χρόνια, σε όλες τις διοικήσεις, η φωνή του Κογκρέσου στην εξωτερική πολιτική είχε μειωθεί» τόνισε ο Μπλίνκεν και πρόσθεσε: «Ο πρόεδρος Μπάιντεν πιστεύει -και συμμερίζομαι την πεποίθησή του- ότι καμία εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη συναίνεση του αμερικανικού λαού». Μια δέσμευση πολύ σοβαρή, αν αναλογιστεί κανείς ότι από την εποχή του προέδρου Ρέιγκαν ουδέποτε συζήτησε ή ψήφισε για μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων της υπερδύναμης.

«Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά για να απαριθμηθούν» γράφει το «Foreign Policy», αλλά υπενθυμίζει μια σειρά επεμβάσεων εν αγνοία του Κογκρέσου: στη Γρενάδα το 1983, στον Παναμά 1989, στο Ιράκ το 1993, το 1996 και το 1998, στη Βοσνία το 1995, στο Κόσοβο το 1999, στη Λιβύη το 2011, στην Υεμένη το 2015 και στη Συρία το 2017 και το 2018. «Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις ο εκάστοτε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ελάμβανε μονομερώς την απόφαση για χρήση αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ χωρίς να πάρει έγκριση από το Κογκρέσο» γράφει το αμερικανικό περιοδικό.

Ο καθηγητής Γκούρτοφ εκτιμά μάλιστα ότι οι βασικές εντολές Μπάιντεν στην ομάδα του θα είναι: κοινό έδαφος με την Κίνα (όπως για την κλιματική αλλαγή) και τη Ρωσία (για τον έλεγχο των όπλων), αλλά ταυτόχρονα στιβαρή πολιτική στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Ουκρανία. Ως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, επίσης, η Ουάσινγκτον έχει καταστήσει ήδη σαφές ότι επιστρέφουν στη νέα αμερικανική ατζέντα η εξωτερική βοήθεια και οι επενδύσεις.

«Η στρατηγική Μπάιντεν είναι: προχωρήστε γρήγορα, να είστε τολμηροί» τονίζει ο νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν. «Δεν σκεφτόμαστε σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών, αλλά σε ένα πλαίσιο πρώτων μηνών» προσθέτει. Ο Τσακ Χάγκελ, που συνεργάστηκε το τελευταίο διάστημα με τον Μπάιντεν για τη μεταβίβαση των εξουσιών από την προηγούμενη διοίκηση Τραμπ, εκτιμά ότι «η Αμερική δεν ήταν ποτέ σε αυτήν την κατάσταση στο παρελθόν, εσωτερικά και διεθνώς».

Πηγή: newsbreak.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.